ΒΙΤΑΛΗ ΕΛΕΝΗ

Από τις σημαντικότερες γυναικείες φωνές της τελευταίας 20ετίας, η Ελένη (Λαβίδα) Βιτάλη, κρίκος στην αλυσίδα της μουσικής οικογένειας των Λαβιδαίων, γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε ταξιδεύοντας από παιδί, σε όλη την επικράτεια.

Κόρη του σαντουριέρη Γ. Λαβίδα και της τραγουδίστριας Λ. Καραγεωργίου, βγαίνει στο τραγούδι 12 χρονών, τραγουδώντας σε πανηγύρια, μαζί με τους γονείς της τσιγγάνους μουσικούς, δημοτικούς οργανοπαίκτες, και το μουσικό κλίμα της εποχής σε μεταβατική περίοδο, καθώς το μπουζούκι, είχε αρχίσει να διαδέχεται το σαντούρι.

Η Βιτάλη μπολιασμένη με όλα αυτά, διαμορφώνει μια πολυσχιδή μουσική προσωπικότητα, βαρύ φορτίο για ένα παιδί, που μόλις στα 14 του, βγάζει μεροκάματο που θα το ζήλευαν οι σημαντικότεροι μουσικοί της εποχής. Έχοντας παρατήσει το σχολείο, σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της καθημερινότητας, και στα 19 της, κάνει την πρώτη της ανατροπή.

Αποφασίζει να πάει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και να μπει στο χώρο της δισκογραφίας. Συναντάει τον Αλέκο Πατσιφά (μια σημαντική φυσιογνωμία της ελληνικής δισκογραφίας) βρίσκει στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που θα της γνωρίσει τον «άλλο» κόσμο, και το ταξίδι αρχίζει.

Κάνει την πρώτη δισκογραφική της εμφάνιση το ΄73, στο πλευρό της Σ. Μπέλλου ( «Δεν περισσεύει υπομονή» Α. Κουνάδη-Β. Γκούφα) , και με το «΄Αϊ γαρούφαλό μου» ως καθοριστικό στοιχείο στην ταυτότητά της, (και την παράλληλη συμμετοχή στο Φεστιβάλ με τον «Μανωλιό») , γίνεται αμέσως γνωστή.

Με το ξεκίνημά της η Ελένη Βιτάλη φανερώνει το βασικό χαρακτηριστικό, που θα καθορίσει, εξ αρχής, την πορεία της : την συνύπαρξη εντός της, δύο κόσμων, συμπληρωματικών αλλά και συχνά αντιφατικών (για τους άλλους).

Φωνή με μεγάλη έκταση, και μια ιδιόμορφη συνύφανση «βελούδου και μεταξιού την ώρα που σκίζεται» στη χροιά της, «παίζει» με το λαϊκό και το έντεχνο ανατρεπτικά, δείχνοντας σε κάθε νότα της πως η ανθρώπινη «φωνή» είναι διγενής από τη φύση της: . Αγρίμι και κατοικίδιο. Λύκος και πρόβατο.

Ακολούθησαν συνεργασίες με το Μάνο Χατζηδάκι, το Μίκη Θεοδωράκη και άλλους κορυφαίους δημιουργούς. Το 1979 βγάζει στο φως μια οριακή πρωτογενή δύναμη ως τραγουδοποιός με το «Απέναντι Μπαλκόνι», μπαίνοντας σε μια περίοδο ακριβοπληρωμένης ωριμότητας, ενώ στις αρχές του ΄80, οργώνει το λαϊκό τραγούδι συνεργαζόμενη με τούς καλύτερους του είδους (Χ. Νικολόπουλος, Τ. Σούκας κ.ά) .

Ταυτόχρονα συμμετέχει σε δουλειές έντεχνων συνθετών (Σ. Σπανουδάκης, Ν. Μαυρουδής, Δ. Σαββόπουλος, Γ. Ανδρέου, Σ. Κραουνάκης, Γ. Σταυριανός, Ν. Πορτοκάλογλου κ.ά) , ηχογραφεί επανεκτελέσεις ρεμπέτικων, παλιών λαϊκών και δημοτικών, σπάζοντας τους κώδικες των ειδών, φανερώνοντας έτσι την «αρχαία καταγωγή» του σύγχρονου τραγουδιού δια μέσου βυζαντινών, δημοτικών και λαϊκών συγκοινωνούντων παραπόταμων.

Αυτός ήταν και ο πρώτος κύκλος της καριέρας της που δημιούργησε την εικόνα της και τη χαρακτήρισε μια από τις κορυφαίες ερμηνεύτριες με μοναδική εκφραστική δύναμη και τελικά μια από τις πιο μυθικές μορφές της ελληνικής δισκογραφίας.

Η ερμηνευτική της δύναμη έχει καταγραφεί σε αρκετές δεκάδες προσωπικών δίσκων και συμμετοχών. Μετά από πολύχρονη απουσία, η μεγάλη επιτυχία των εμφανίσεων της στην Αθήνα την άνοιξη του 2000 συνεχίστηκε με τον δίσκο της που κυκλοφόρησε με το γενικό τίτλο "Προσκήνιο" (Live ηχογράφηση).

Αμέσως μετά ακολούθησαν οι εμφανίσεις της στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο με την παράσταση "Πάμε ν' ανοίξουμε πανιά" και την ερμηνευτική συνοδεία του Κώστα Παυλίδη και της Λιζέτας Καλημέρη, ενώ το χειμώνα του 2002 πραγματοποίησε ένα κύκλο ιδιαίτερα επιτυχημένων παραστάσεων μαζί με τον Διονύση Τσακνή στη μουσική σκηνή Γραμμές, υπό τον τίτλο "Ένας Χειμώνας για δύο". Αποσπάσματα της συνεργασίας τους καταγράφηκαν στο ομότιτλο CD single που κυκλοφόρησε από την Warner.

Από τον χειμώνα του 2002 συνεργάζεται με την ορχήστρα Εστουδιαντίνα Ν.Ιωνίας Μαγνησίας πραγματοποιώντας παραστάσεις σε μεγάλα αστικά κέντρα και πολλές συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.

Οι τελευταίες της δισκογραφικές δουλειές είναι οι δίσκοι "Οπωσδήποτε παράθυρο" που κυκλοφόρησε τον χειμώνα του 2003 από την Heaven σε μουσική Νίκου Αντύπα και στίχους Λίνας Νικολακοπούλου, "Δική μου η χαρά" των Χ. Νικολόπουλου - Λ. Χαψιάδη και τον δίσκο της Εστουδιαντίνα "Smyrne" που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2004, σε παραγωγή του Γιώργου Νταλάρα, ενώ η πλέων πρόσφατη είναι η συμμετοχή της ερμηνεύοντας τέσσερα τραγούδια στο διπλό cd με τίτλο "Ο,τι αγάπησα" του στιχουργού Γιάννη Τζουανόπουλου, μαζί με τον Κώστα Χατζή, το Μανώλη Λιδάκη, τον Κώστα Μακεδόνα, την Κατερίνα Κούκα και άλλους ερμηνευτές.

Την περίοδο αυτή ετοιμάζει τα καινούργια της τραγούδια, σε μουσική και στίχους του γιου της Νίκου Ξύδη, με τίτλο "Ακολούθα τα πουλιά" που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.

Έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως η κορυφαία λαϊκή ερμηνεύτρια, ως η φωνή που συνδυάζει τεχνική αλλά και συναίσθημα στον πλέον ιδανικό συνδυασμό. Ο παραπάνω ισχυρισμός αποδεικνύεται στην μεγάλη ανταπόκριση του κοινού της, κάθε φορά που αποφασίζει να το συναντήσει.

Και αυτή την αγάπη η Ελένη Βιτάλη την εισπράττει σε κάθε εμφάνισή της… Σε αυτό έχει συντελέσει και η δική της διακριτική στάση ζωής, μακριά από τα φώτα της πρόσκαιρης δημοσιότητας, με τις σπάνιες παρουσίες της στα ΜΜΕ και μόνο όταν έχει κάτι καινούργιο να πει.

Πρόκειται αναμφίβολα για μια γυναίκα που συγκεντρώνει γύρω της τον θαυμασμό όλων όσων έχουν εντρυφήσει στην καλή
«εκφορά» του ελληνικού τραγουδιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου