Ποιητές.

ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Ο Γιάννης Ρίτσος (Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 - Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990) ήταν Έλληνας ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του.

Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Συνεισέφερε επίσης ποιήματα στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού.

Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ιδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του.

Το 1935 κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936 ο «Επιτάφιος» και το 1937 «Το τραγούδι της αδελφής μου».

Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά.

Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατοπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη.

Μετά την απελευθέρωση του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ.

Το 1954 παντρεύεται με την παιδίατρο Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδη κι ένα χρόνο αργότερα γεννιέται η -μοναδική- κόρη τους Ελευθερία (Έρη).

Το 1956, τον ίδιο χρόνο δηλαδή, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».

Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ . Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.



ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 16/9/1953. Σπούδασε κινηματογράφο και στη συνέχεια Νευροψυχολογία και Γλωσσολογία στη Γερμανία. Η ποίησή του, απαλλαγμένη από υπεκφυγές και μεγαλοπιάσματα, χαρακτηρίζεται από έναν ευθύ και πολλές φορές σκληρό μα κοφτερό λόγο, που δεν αφήνει περιθώρια για ματαιόδοξους ρομαντισμούς.

Είναι ευρύτερα γνωστός κυρίως από τους κύκλους τραγουδιών: Φράγμα (Δεν λες κουβέντα, Νταλίκα, Ερηνούλα μου κλπ), Συγγνώμη για την άμυνα (Ανεμολόγιο, κλπ), Σκουριασμένα χείλια (Κόκκινο κουμπί, Επεμβαίνεις, Συχνότητα, κλπ) Όλα από χέρι καμένα, Ραντάρ, Επιβάτης, Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα κ.α. και από τις συνεργασίες του με μεγάλους συνθέτες (Μίκη Θεοδωράκη, Δήμο Μούτση, Θάνο Μικρούτσικο, Αντώνη Βαρδή, Σταμάτη Κραουνάκη, Διονύση Τσακνή κ.α.) και ερμηνευτές (Σωτηρία Μπέλλου, Γιώργο Νταλάρα, Βίκυ Μοσχολιού, Χάρις Αλεξίου, Μαρία Φαραντούρη, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Βασίλη Παπακωνσταντίνου κ.α.).

Διατελεί επί σειρά ετών συνεργάτης εφημερίδων και εντύπων ως αρθρογράφος και σχολιαστής, παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών και παράλληλα σεναριογράφος τηλεοπτικών εκπομπών και σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους.

Έχει περιστασιακά εκδόσει ποιήματα και πεζογραφήματα, ενώ είναι μέλος της ΑΕΠΙ από το 1972 και πρόεδρός της από το 2007.

Τα τελευταία χρόνια παρουσίαζε την εκπομπή «Εδώ Μεσάνυχτα» στο Δεύτερο Πρόγραμμα (103.7 FM), κάθε Τρίτη βράδυ στις 12, όπου σχολίαζε την επικαιρότητα και διάβαζε ποιήματα ελλήνων ποιητών, παρεμβάλλοντας τραγούδια διαμάντια της ελληνικής μουσικής.


ΛΑΔΗΣ ΦΩΝΤΑΣ

Ο Φώντας Λάδης είναι έλληνας συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος.

Έχει ζήσει και δουλέψει στο εξωτερικό για πολλά χρόνια και έχει βραβευθεί σε ένα διεθνή διαγωνισμό συγγραφής θεατρικών έργων στο Ρίμινι της Ιταλίας.

Συνεκδότης με τον Δημήτρη Γκιώνη του περιοδικού "Τετράδιο" από το 1974 ως το 1976.
Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, ταξιδιωτικό, πολιτικό και ιστορικό δοκίμιο, καθώς και βιβλία για παιδιά.

Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Λοΐζο, το Χρήστο Νικολόπουλο, το Θάνο Μικρούτσικο, το Μάριο Τόκα, το Λίνο Κόκοτο, το Δημήτρη Λάγιο και άλλους Έλληνες συνθέτες.

Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ), της Ένωσης Μουσικοσυνθετών - Στιχουργών Ελλάδας (ΕΜΣΕ) και ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Εταιρείας Αρχείου και Μελετών "Μνήμες".

Έχει γράψει άρθρα και στήλες για τον ελληνικό και ξένο τύπο, επιπρόσθετα με την δουλειά του ως συντάκτης για πολλές καθημερινές αθηναϊκές εφημερίδες.



ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τελειώνει τις γυμνασιακές του σπουδές και αναχωρεί για το Νανσύ της Γαλλίας όπου επί σειρά ετών επιδίδεται σε φιλολογικές σπουδές.

Κάτοχος των πτυχίων της Γαλλικής και Ελληνικής Φιλολογίας αναγορεύθηκε διδάκτωρ του πανεπιστημίου του Νανσύ το 1991.

Με τη μουσική ασχολείται από το 1980 και έχει κυκλοφορήσει δέκα δισκογραφικές δουλειές. Βλέπει τη μουσική σαν συμπλήρωμα της ποιητικής αναζήτησης και την ποίηση σαν απαίτηση των μουσικών ανησυχιών.

Τα μουσικά του έργα είναι κατ’ εξοχήν λυρικά αλλά και με στοιχεία λαϊκά, δημοτικά, και κλασσικά ενώ ο ποιητικός λόγος είναι λιγότερο μαρτυρία μιας εποχής και περισσότερο στοχασμός και όραμα. Έχουν εκδοθεί τρία μυθιστορήματά του: Μητροπόλεις,

Το τρυφερό παραμύθι του κόσμου, Πόρτες μισάνοιχτες. Στο ενεργητικό του μετράει δεκάδες συναυλίες και διαλέξεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Μέσα στο 2003 κυκλοφόρησε η καινούρια δισκογραφική δουλειά του Γιώργου Σταυριανού με τίτλο « ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ » , στην οποία συμμετέχουν πολλοί και γνωστοί καλλιτέχνες , όπως οι Γεράσιμος Ανδρεάτος, Καλλιόπη Βέττα, Παντελής Θαλασσινός, Βασίλης Λέκκας, Ν.Βενετσάνου, Μ.Μητσιά, Γ.Νταλάρα, Πάνο Κατσιμίχα,Ελένη Βιτάλη, κ.ά.

Στο ενεργητικό του έχει δεκάδες συναυλίες και διαλέξεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επίσης έχουν εκδοθεί και τρία μυθιστορήματά του με τίτλο "ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ" "ΤΟ ΤΡΥΦΕΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" και το πιο πρόσφατο "ΠΟΡΤΕΣ ΜΟΙΣΑΝΟΙΧΤΕΣ"

Την μουσική του την βλέπει σαν συμπλήρωμα της ποιητικής του αναζήτησης και την ποίηση σαν απαίτηση των μουσικών του ανησυχιών.

Τα μουσικά του έργα είναι κατ’ εξοχήν λυρικά αλλά και με στοιχεία λαϊκά, δημοτικά, και κλασσικά ενώ ο ποιητικός λόγος είναι λιγότερο μαρτυρία μιας εποχής και περισσότερο στοχασμός και όραμα.


ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΝΤΙΝΟΣ

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1958 ως το 1965 εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Παράλληλα το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό "Διαγώνιος", που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις.

Το 1962 δημιούργησε τις "Εκδόσεις της Διαγωνίου" και από το 1965 εργάστηκε ως διορθωτής και επιμελητής. Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου που έχει ως στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες του Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Βιογραφία" στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Μορφές". Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Εποχή των ισχνών αγελάδων".

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που είναι γνωστή ως "Κύκλος της Διαγωνίου" και κινήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο ίδιος ίδρυσε (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης, κ.α.). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη.


ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, στον Έβρο, από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Σπούδασε δημοσιογραφία και σχέδιο. Από το 1969 εργάζεται ως δημοσιογράφος και χρονογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνο.

Ασχολήθηκε με το παιδικό θέατρο. Έγραψε και εικονογράφησε παιδικά βιβλία. Μερικά απ' αυτά: "Μέσα στο νερό δασκάλα", "Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο", "Ο μάγος με τα χρώματα", "Τύμπανο, τρομπέτα και κόκκινα κουφέτα", "Μια τρελή τρελή πολυκατοικία". Σατυρικά κείμενα και θεατρικά έργα του - περισσότερα από τριάντα - παρουσιάστηκαν στο ελληνικό θέατρο. Ασχολήθηκε για αρκετά χρόνια με την επιθεωρησιογραφία.

Το 1981 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, "Ο μεγάλος θανατικός", και ακολούθησαν: "Οικογένεια μπες-βγες", 1982, "Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα", 1984, "Ο Σόουμαν δε θα 'ρθει απόψε", 1985, "Το πεθαμένο λικέρ", 1987, "Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας", 1989, "Το ρόζ που δεν ξέχασα", 1991, "Η εποχή των καφέδων", 1992, "Η Δευτέρα των αθώων", 1994, "Το τρένο με τις φράουλες, 1996, "...Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες", 1998, "Ο Τούρκος στον κήπο", 2001, "Το τανγκό των Χριστουγέννων", 2003, "Ο θείος Τάκης", 2005, "Του φιδιού το γάλα", 2007.

Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ολλανδικά, ιαπωνικά, δανέζικα, και σε άλλες γλώσσες. Πρόσφατα εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό του αφήγημα "Στην κουζίνα των φαντασμάτων" (από τη σειρά: "Η κουζίνα του συγγραφέα" των εκδόσεων Πατάκη), καθώς και μια ανθολογία λογοτεχνικών κειμένων με θέμα την Κωνσταντινούπολη ("Κωνταντινούπολη: Μια πόλη στη λογοτεχνία", Μεταίχμιο, 2004). Ζει στην Αθήνα και είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.

ΜΕΝΤΗΣ ΜΠΟΣΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ ΜΠΟΣΤ

Ο Χρύσανθος Βοσταντζόγλου του Κλεόβουλου και της Ουρανίας (γνωστός ως Μέντης Μποσταντζόγλου ή Μποστ) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1920 η οικογένειά του κατέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και το 1926 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα.

Από παιδί έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, τις ξένες γλώσσες και τη ζωγραφική. Το παρατσούκλι Μέντης τον συνόδευε από τα γυμνασιακά του χρόνια. Το 1939 έδωσε εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών, σταμάτησε όμως να παρακολουθεί μαθήματα έξι μήνες αργότερα, καθώς ήθελε να ακολουθήσει προσωπικό δρόμο.

Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε ως εικονογράφος, στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα του Δημήτρη Φωτιάδη. Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε το 1945 με την έκδοση του βιβλίου Ο Άγιος Φανούριος.

Το 1948 παντρεύτηκε τη Μαρία Παπαγιαννακοπούλου με την οποία απέκτησε δύο γιους.

Πέθανε στην Αθήνα. Πολύπλευρη και ανήσυχη προσωπικότητα, ο Μποστ ασχολήθηκε τόσο με τις εικαστικές τέχνες όσο και με την τέχνη του λόγου.

Σκιτσογράφος, εικονογράφος, γελοιογράφος, χαρτογράφος και ζωγράφος, συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οίκους, πραγματοποίησε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και εξέδωσε λευκώματα με τη δουλειά του, από τα οποία σημειώνουμε ενδεικτικά την ιδιαίτερα επιτυχημένη έκδοση Σκίτσα του Μποστ με πρόλογο του Ηλία Πετρόπουλου (1959).

Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, σε συνεργασία με τον οποίο ο Μποστ έγραψε και τα κείμενα για την παράσταση Όμορφη Πόλη που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στο θέατρο Παρκ το καλοκαίρι του 1962.

Είχε προηγηθεί το πρώτο θεατρικό έργο του με τίτλο Δον Κιχώτης (1961). Σταθμός ωστόσο στην πορεία του ως θεατρικού συγγραφέα υπήρξε η Φαύστα ή Η απολεσθείς κόρη (1964).

Ο θεατρικός λόγος του Μποστ εκφράζει την αγωνία του για τη σύγχρονη Ελλάδα μέσα από τη δίοδο της ευφυούς σάτιρας και αποτελεί καρπό δημιουργικής αφομοίωσης των διαβασμάτων του συγγραφέα αλλά και της λαϊκής ελληνικής παράδοσης.

Έγραψε επίσης πεζά κείμενα και ευθυμογραφήματα. Παράλληλα ασχολήθηκε για χρόνια με το πολιτικό χρονογράφημα, ενώ για την αγωνιστική του δράση στο χώρο της Αριστεράς γνώρισε διώξεις ήδη από την περίοδο της γερμανικής κατοχής αλλά και στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας.


ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ ΙΑΚΩΒΟΣ

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης του Στεφάνου είναι Έλληνας θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στη Νάξο τον Δεκέμβριο του 1922. Το 1935 η οικογένειά του έρχεται για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Στη κατοχή αναμείχθηκε στην αντίσταση αλλά όταν συνελήφθηκε από τους Γερμανούς (1943) οδηγήθηκε και κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν μέχρι τις 5 Μαΐου 1945 οπότε και απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις.

'Οταν γυρίζει στην Αθήνα, οι παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, το χειμώνα του 1945-46, τον συναρπάζουν... «εκεί ανακάλυψα τον εαυτό μου και τον προορισμό μου». Αν και δεν ολοκλήρωσε γυμνασιακή μόρφωση έδειξε ιδιαίτερη αφοσίωση στο γράψιμο. Τον Καμπανέλλη ανακάλυψε ο Αδαμάντιος Λεμός. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν "ο Χορός πάνω στα στάχυα" που παρουσιάστηκε τη θερινή θεατρική περίοδο 1950 από το θίασο Λεμού στο Θέατρο «Διονύσια» της Καλλιθέας.

Από τα θεατρικά του έργα τα πλέον γνωστά είναι "Έβδομη μέρα της δημιουργίας", "Η Αυλή των θαυμάτων", "Ηλικία της νύχτας", "Παραμύθι χωρίς όνομα", "Γειτονιά των Αγγέλων", "Βίβα Ασπασία", "Οδυσσέα γύρισε σπίτι", "Αποικία των τιμωρημένων", "Το μεγάλο μας τσίρκο", "Ο εχθρός λαός" και "Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα".



ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ

Μανώλης Καλομοίρης (Σμύρνη 1883-Αθήνα 1962) ο δημιουργός της "Εθνικής Σχολής"
Γεννήθηκε στη Σμύρνη (14 Δεκεμβρίου 1883) ο κορυφαίος έλληνας μουσουργός. Μανώλης Καλομοίρης.

Θεωρείται ο δημιουργός της Εθνικής Σχολής, καθώς επιδίωξε να συνθέσει τη λόγια μουσική με την ελληνική ταυτότητα. Το δημοτικό τραγούδι και η ελληνική παράδοση, σε συνδυασμό με τις τεχνικές σύνθεσης της Δύσης, διαμόρφωσαν το ύφος του αφού ο ίδιος αναζητούσε να προσδώσει μέσα από τις μουσικές του δημιουργίες μια ελληνικότητα σε συνδυασμό με τις ευρωπαϊκές επιρροές που κυριαρχούσαν στον πρώτο μισό του 20ού αι. στην Ελλάδα.

Πρωτογνώρισε τη μουσική με μαθήματα πιάνου στη Σμύρνη, στη Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα και συνέχισε στο Konservatorium fur Musik und darstellende Konst της Βιέννης (1901-1906). Σπούδασε μουσική στην γενέτειρά του, την Κωνσταντινούπολη αλλά και στην Αθήνα και στη Βιέννη. Από το 1906 έως το 1910 έζησε στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, όπου δίδαξε πιάνο στο Λύκειο Ομπολένσκι και γνώρισε από κοντά τη ρωσική εθνική σχολή.

Το 1908 πραγματοποιεί την πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα ως συνθέτης, σε μια ιστορική συναυλία στο Ωδείο Αθηνών στις 11 Ιουνίου. Το γραμμένο στη δημοτική γλώσσα πρόγραμμα της συναυλίας δημιουργεί αίσθηση και αναγνωρίζεται ως το μανιφέστο της Εθνικής Σχολής.

Επηρεασμένος από το κίνημα της ρωσικής μουσικής σχολής είναι υπέρμαχος μιας εθνικής μουσικής «βασισμένης από τη μια μεριά στη μουσική των αγνών μας τραγουδιών μα και στολισμένης από την άλλη με όλα τα τεχνικά μέσα που μας χάρισεν η αδιάκοπη εργασία των προοδευμένων στη μουσική λαών και πρώτα πρώτα των Γερμανών, Γάλλων, Ρώσων και Νορβηγών».

Ο Καλομοίρης συνδέθηκε με το κίνημα του δημοτικισμού, καθώς και με μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής του, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Νίκος Καζαντζάκης.

Η μουσική του ενσωματώνει πολλά βαγκνερικά στοιχεία (ατέρμονη μελωδία, εξαγγελτικά μοτίβα), αλλά και τη χρήση κλιμάκων του δημοτικού τραγουδιού, προσαρμοσμένων πάντοτε στο συγκερασμένο ευρωπαϊκό σύστημα. Υπήρξε πολυγραφότατος, συνέθεσε 222 έργα (ορχηστρική μουσική, όπερες, έργα για φωνή και ορχήστρα, κύκλους τραγουδιών και μουσική δωματίου).

Εναντιώθηκε στους Επτανήσιους μουσικούς τους οποίους αποκαλούσε περιφρονητικά "Ιταλούς". Σημαντικά έργα του θεωρούνται οι όπερες «Ο Πρωτομάστορας» (1915), αφιερωμένη στο «Πρωτομάστορα της Μεγάλης Ελλάδος» Ελευθέριο Βενιζέλο και το «Δαχτυλίδι της Μάνας» (1917), η «Συμφωνία της Λεβεντιάς» (1929), με την ενσωμάτωση Βυζαντινών Ύμνων και ο κύκλος τραγουδιών «Μαγιοβότανα» (1912-1913) σε ποίηση Κωστή Παλαμά.

Η προσπάθειά του για την κοινωνική αναβάθμιση των Ελλήνων δημιουργών και εκτελεστών τον οδήγησε στην ίδρυση της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών (1931) και της Εδρας Μουσικής στην Ακαδημία Αθηνών που πρώτος αυτός κατέλαβε (1945).

Εκτός από το συνθετικό του έργο, σφράγισε με την παρουσία του όλους του τομείς της μουσικής. Έγραψε μουσικοπαιδαγωγικά βιβλία, ίδρυσε το Ελληνικό Ωδείο και στη συνέχεια το Εθνικό Ωδείο, δημιούργησε δικό του μελοδραματικό θίασο ελλείψει κρατικής σκηνής, συνεισέφερε στην ίδρυση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, έγραψε κριτικές και άρθρα σε εφημερίδες και αγωνίστηκε με σθένος για τα δικαιώματα των μουσικών. Εφυγε από τη ζωή στις 3 Απριλίου 1962.

Υπέρμαχος της ελληνικής μουσικής έγραψε κάποτε :
"Θυμάμαι, πριν από αρκετά χρόνια στο Ρέθυμνο της Κρήτης είχα την τύχη να ακούσω ένα λαμπρό λαϊκό λυράρη. Ήτανε τελείως ανεπηρέαστος και ανέγγιχτος από της Δυτικής μουσικής τα διδάγματα.

Μου ετραγούδησε στις χορδές της λύρας του θαυμάσιες κοντυλιές και μαντινάδες και εδόνησαν την ψυχή μου οι σκοποί και οι ρυθμοί του ηρωϊκού πεντοζάλη και της μεθυστικής σούστας οι εναλλασσόμενοι μελωδικοί θησαυροί. Κάποια στιγμή όμως ο καλός λυράρης θέλησε να μου δείξει και τη δύναμή του σε σκοπούς Ευρωπαϊκού γένους και βάρεσε στις χορδές της λύρας του τον Εθνικό μας ύμνο, καθώς και γνωστό Ιντερμέδιο της Καβαλλαρέας Ρουστικάνας, που θα είχεν ακούσει από καμιά φιλαρμονική ή από τη Στρατιωτική μπάντα των Χανιών.

Κατάπληκτος τότε άκουσα το μείζονα τρόπο του Ύμνου και του Ιντερμέτζου να μετατρέπεται από το λαϊκό λυράρη πότε στο λυδικό των Γρηγοριανών ήχων ή τον υπολυδικό της αρχαίας ελληνικής θεωρίας με την κατά ημιτόνιο αυξημένη τετάρτη βαθμίδα και πότε πάλι στο λεγόμενο ανάμικτο μείζονα, το λύδιο και τον υπολύδιο της Βυζαντινής μας μουσικής.

Με τον τρόπο αυτόν ο καλός λυράρης είχε προσαρμόσει την τονική από τις ξενότροπες γι' αυτόν συνθέσεις στο δικό του τονικό αίσθημα, αδιαφορώντας αν αυτό αλλοίωνε το καθαυτό άκουσμα της μουσικής που εκτελούσε.

Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως στον Ελληνικό λαό ακόμη και σήμερα, όπως και σε μερικούς άλλους λαούς, παραμένει ολοζώντανο το τονικό σύστημα των παλαιών ήχων, που στη Δύση έχει εκτοπιστεί προ πολλού από το σύστημα του μείζονα και του ελάσσονα τρόπου.

Το τονικό αυτό αίσθημα ενώνει μέσα στο πέρασμα του χρόνου, σε μιαν αόρατη χρυσή μουσική αλυσίδα, τον Ελληνικό λαό, όχι μόνο με την εκκλησιαστική του Βυζαντινή παράδοση, αλλά ακόμη και με τη θεωρία της αρχαίας ελληνικής μουσικής, που η πράξις της δυστυχώς μας είναι σχεδόν απρόσιτη.

Εξάλλου το τονικό αυτό αίσθημα του Ελληνικού λαού συγγενεύει λίγο ή πολύ και με την Ανατολική, την Αραβική, τη Σλαυϊκή, ακόμα και τη Σκανδιναυϊκή αλλά και την Ινδική μουσική.



ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης το γένος Γεωργάκη Φωτιάδη, ή Κ. Π. Καβάφης, γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840.

Μετἀ το θάνατο του πατέρα του το 1870 η οικογένεια εγκαταστήθηκε στην Αγγλία (Λίβερπουλ και Λονδίνο) όπου έμεινε μέχρι το 1876. Στην Αλεξάνδρεια ο Kαβάφης διδάχτηκε αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά με οικοδιδάσκαλο και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του για ένα-δύο χρόνια στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο της Αλεξάνδρειας. Έζησε επίσης για τρία χρόνια, που ήταν τα κρισιμότερα στην ψυχοδιανοητική του διαμορφώση, στην Πόλη (1882-84).

Το 1897 ταξίδεψε στο Παρίσι και το 1903 στην Αθήνα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Επαγγελματικά, ο Καβάφης δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί.

Ύστερα από περιστασιακές απασχολήσεις σε χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, αποφάσισε να γίνει δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε σε ηλικία 26 χρονών στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων στην Υπηρεσία του Τρίτου Κύκλου Αρδεύσεων, όπου παρέμεινε έως τον Μάρτιο του 1932.

Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα επηρεασμένα από τους αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς να τον έχει επηρεάσει καθόλου η στροφή της γενιάς του 80. Από το 1891, όταν εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο το ποίημα Κτίσται, και ιδίως το 1896, όταν γράφει τα Τείχη,το πρώτο αναγνωρισμένο, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του.

Ο Καβάφης είναι γνωστός για την ειρωνεία του, ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας. Οι Έλληνες ποιητές γενικά τον σνόμπαραν λόγω του ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Πολλοί όμως από τους αλλόγλωσσους ομοτέχνους και αναγνώστες του (π.χ. Όντεν, Φόρστερ) αρχικά γνώρισαν και αγάπησαν τον ερωτικό Καβάφη.

Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, τη μέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής.


ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Ο ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος Γεώργιος Δροσίνης γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1859, σ' ένα αρχοντικό της Πλάκας. Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου. Χάρη στη φιλομάθειά του, αλλά και στις οικονομικές δυνατότητες που είχαν οι γονείς του, σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη συνέχεια Ιστορίας της Τέχνης στη Λειψία, στη Δρέσδη και στο Βερολίνο.

Από το 1889 ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού «Εστία», που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894. Την ίδια περίοδο ίδρυσε και διηύθυνε τα περιοδικά «Εθνική Αγωγή» και «Μελέτη», καθώς και το ετήσιο «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος».

Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν το «Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων», που εξέδωσε λογοτεχνικά έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες. Το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Συνέβαλε, επίσης, στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών, της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας.

Από το 1914 ως το 1923 διετέλεσε τμηματάρχης Δημοτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη σύνταξη του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας και στην εφαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Το 1924, υπό τη διεύθυνσή του, οργανώθηκε το Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών. Έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της το 1926, διατέλεσε ο πρώτος Γραμματέας των Δημοσιευμάτων του Ιδρύματος (1926-1928) και τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών.

Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στα περιοδικά «Ραμπαγάς» και «Μη Χάνεσαι». Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο «Ιστοί Αράχνης», η σταδιοδρομία του, όμως, ως νέου ποιητή άρχισε το 1884 με τη συλλογή «Ειδύλλια».

Ποιητής της νέας αθηναϊκής σχολής -όπως και ο Κωστής Παλαμάς, με τον οποίο υπήρξε στενός φίλος- χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα από τις πρώτες του δημιουργίες και άντλησε στοιχεία από τα δημοτικά τραγούδια και τη λαϊκή παράδοση. Ως πεζογράφος, χρησιμοποίησε αρχικά την καθαρεύουσα, για να στραφεί κι εκεί αργότερα στη δημοτική, με το διήγημά του «Το βοτάνι της αγάπης» (1901).


ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ

Κορυφαία μορφή της ελληνικής λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1883. Σπούδασε νομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας τις οποίες και συνέχισε στο Παρίσι ενώ γνώριζε την Γαλλική και την ιταλική γλώσσα.

Μελετητής της φιλοσοφίας του Νίτσε άρχισε να γράφει από την περίοδο που ήταν φοιτητής στο Παρίσι.Πολυγραφότατος ασχολήθηκε με όλα τα είδη της λογοτεχνίας και έκανε εκπληκτικές μεταφράσεις ξένων συγγραφέων.

Την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Καζαντζάκης γνώρισε σε ένα λιγνιτωρυχείο στη Μάνη τον Αλέξη Ζορμπά, τον περήφανο έλληνα που έγινε πρωταγωνιστής του διάσημου πλέον μυθιστορήματος του.

Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Γερμανία και την Ιταλία γιά να επιστρέψει στην Κρήτη πέντε χρόνια μετά.Κατά την περίοδο του ταξιδιού του ασπάζεται τον βουδισμό και ξεκινά να γράφει την Ασκητική του.

Το «Πιστεύω» του γιά τον άνθρωπο, την πορεία του προς το θάνατο και την σχέση του με το Θεό. Επιστρέφοντας στο Ηράκλειο αρχίζει να γράφει την Οδύσσεια. Ένα έπος που περιλαμβάνει 24 ραψωδίες και που του πήρε 14 χρόνια γιά να το ολοκληρώσει.

Η Οδύσσεια του Καζαντζάκη ξεκινά από εκεί που σταματά η Οδύσσεια του Ομήρου. Σ’ αυτήν ξεδιπλώνει την κοσμοθεωρία του, ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη δεν ελπίζει τίποτα , δεν φοβάται τίποτα , είναι ελεύθερος.

Μετά την ολοκλήρωση του γιγαντιαίου αυτού έργου ο συγγραφέας ταξίδεψε στη Γαλλία, την Κίνα ,την Ιαπωνία και την Ισπανία.Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου γράφει το πασίγνωστο Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.

Ακολούθησαν τα : Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Καπετάν Μιχάλης, Οι αδερφοφάδες, Αναφορά στο Γκρέκο, Χριστόφορος Κολόμβος.Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και έχουν γνωρίσει τεράστια επιτυχία.

Είχε όμως και αρκετούς επικριτές. Χαρακτηριστικό είναι το ότι η Ορθόδοξη και η Καθολική εκκλησία είχαν ζητήσει τον διωγμό του. Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε διατελέσει υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη και είχε διοριστεί Γενικός Γραμματέας του Μορφωτικού Συμβουλίου της Ουνέσκο στο Παρίσι.

Πέθανε στην Γερμανία το 1957. Ενταφιάστηκε στο Ηράκλειο Κρήτης και στον τάφο του υπάρχει χαραγμένη η φράση από την Οδύσσεια που την θεωρούσε το σημαντικότερο έργο του : «Δεν ελπίζω, τίποτε, δεν φοβάμαι τίποτε, είμαι ελεύθερος».


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Βιογραφία, όπως την άφησε ο ίδιος!
Τὸ σύντομο βιογραφικὸ ποὺ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος ὁ πεζογράφος γιὰ τὸν ἑαυτό του κατὰ παράκληση τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη ἀναφέρει ὅτι:

Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τάξιν....

Τῇ Γ´ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας.

Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.

Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἅγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νἀ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα.

Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ἡ «Μετανάστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως.

Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθησαν «Οἱ Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν»εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Α.Π.


ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ ΚΩΣΤΑΣ

Γεννήθηκε στον Πειραιά. Εκεί τελείωσε και το Λύκειο. Το 1951, πρωτοετής φοιτητής της Νομικής,συλλαμβάνεται σαν στέλεχος της ΕΠΟΝ και δικάζεται από έκτακτο στρατοδικείο της εποχής (υπόθεση Μπελογιάννη).

Γιά χρόνια σπούδαζε βιολί, μέχρι που διέκοψε όταν άρχισε να τον θέλγει το θέατρο. Σπούδασε και νομικά, αλλά, λίγο πριν πάρει την άδεια του δικηγόρου, εγκαταλείπει τη δικηγορία, και διορίζεται- εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος μέχρι το 1969, οπότε τον απολύει η χούντα.

Έκτοτε αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά – και επαγγελματικά πιά – στο γράψιμο : θέατρο, τηλεόραση, σενάριο, δημοσιογραφία, δοκίμιο και τώρα πεζογραφία.

Έργα του παίχτηκαν από θιάσους του Ελεύθερου Θεάτρου, από το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης, Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, από Δημοτικά Θέατρα, επίσης στο εξωτερικό (Γαλλία, Γερμανία), στην Κύπρο (ΘΟΚ).

Μερικοί τίτλοι των έργων του που παρουσιάστηκαν, κατά καιρούς, με επιτυχία : Επικίνδυνο φορτίο, Ω! Τι κόσμος, μπαμπά ! , Οι φίλοι, Το ενυδρείο, Αυτί του Αλέξανδρου, Η Κυρία δεν πενθεί, Μαχαίρι στο κόκαλο, κλπ. Στο πλατύ κοινό έγινε γνωστός από τηλεοπτικές παρουσιάσεις έργων του (Μικρές αγγελίες, Σιγά, η πατρίδα κοιμάται, το ρολόι, Βαμμένα κόκκινα μαλλιά), καθώς και από την επιτυχημένη σατιρική σειρά του «Εκείνος καιΕκείνος»


ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ

Ο λογοτέχνης Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας.

Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε τη ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών. Η μητέρα του, Δωροθέα, ήταν κεφαλλονίτικης καταγωγής.

Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του επέστρεψε στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο.

Το 1928 δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και αναγκάζεται να δουλέψει. Για μερικούς μήνες εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, και τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.

Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με την πατρίδα τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες.

Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Μαραμπού» και εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ. Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού «Ο Κύκλος», με έξοδα του ίδιου.

Το 1939 παίρνει το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ακολουθεί ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, πηγαίνει στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μένει ξέμπαρκος στην Αθήνα.

Ξαναμπαρκάρει το 1944 και ταξιδεύει αδιάκοπα ως ασυρματιστής σ' όλο τον κόσμο. Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Πούσι» κι επανεκδίδεται, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, το εξαντλημένο «Μαραμπού» από τον Θανάση Καραβία, ο οποίος το Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και τη «Βάρδια», το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία.

Από το τελευταίο ταξίδι του επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη.

Πέθανε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, από εγκεφαλικό επεισόδιο.

ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες.

Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη.

Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος.

Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ.

Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής.

Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας.

Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει.

Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους.

Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο.

Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες.

Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια.
Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.


ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ

Ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ποιητής με πολιτική συνείδηση, φυλακίστηκε και καταδικάσθηκε σε θάνατο για τις ιδέες του και χαρακτηρίστηκε ως ο «ποιητής της ήττας», καθώς με τους στίχους του εξέφρασε τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς. Το ποιητικό του έργο καθόρισε την ομάδα των στρατευμένων ποιητών της μεταπολεμικής ποίησης.

Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Πήρε μέρος στην Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.

Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1942 από το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Εκτελώντας χρέη και αρχισυντάκτη, το 1944 συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα» (1944), πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης, και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές».

Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του χωρίς δικά του έξοδα.

Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα «Αυγή», με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά.

Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).

Τα ποιήματα που ο Μανώλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971.

Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.

Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.

Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου 2005, καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά.

Ο Οδυσσέας Ελύτηs ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α.

Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες.

Το έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών εργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό.


Στη διάρκεια της ζωής και της καλλιτεχνικής πορείας του, ο Ελύτης διαφύλαξε μακριά από τη δημοσιότητα οποιαδήποτε ιδιωτική όψη ή εκδήλωσή του θα αλλοίωνε μιαν εικόνα του ως ποιητή, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ιδεατή. Αυτή η στάση επιλέχθηκε επειδή, κατά βάθος, η ιδεατή εικόνα του ανθρώπου Ελύτη αλληλενεργούσε με το ποιητικό έργο του.


ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΑΝΟΣ

Ο Μάνος Ελευθερίου είναι Έλληνας ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος. Έχει συγγράψει μέχρι τώρα εννέα ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μία νουβέλα, δύο μυθιστορήματα, πάνω από 400 τραγούδια και έχει επιμεληθεί διάφορα λευκώματα βασισμένα σε προσωπικές συλλογές του.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Το 1962, σε ηλικία μόλις 24 χρονών δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός». Οι πρώτες του πεζογραφικές εμφανίσεις έγιναν με τα διηγήματα «Το διευθυντήριο» και «Η σφαγή» σε αυτοτελή βιβλία το 1964 και 1965.

Το 1964 πρωτοπαρουσιάστηκε στην ελληνική δισκογραφία με τους στίχους των Ρημαγμένων Κήπων, που εμπιστεύθηκε στο Χρήστο Λεοντή. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με τον Θεοδωράκη στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής.

Ο συγγραφέας Φώντας Λάδης ήταν αυτός που έδωσε στον μουσικοσυνθέτη τα δώδεκα τραγούδια που είχε γράψει ο Ελευθερίου κατά τη διάρκεια της θητείας του -το «Τρένο Φεύγει στις Οκτώ», τη «Νυχτερίδα» και τα υπόλοιπα. Λίγο καιρό πριν κυκλοφορήσει όμως ο δίσκος, τους πρόλαβε η Δικτατορία.

Τελικά τα τραγούδια κυκλοφόρησαν το '70 στο εξωτερικό (Παρίσι). Κατόπιν ήρθε η συνεργασία με τον Δήμο Μούτση και τον Άγιο Φεβρουάριο (1971) κι έπειτα η «Θητεία» με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Η ηχογράφηση του δίσκου μάλιστα άρχισε το Νοέμβριο του 1973, λίγες μέρες πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και ο δίσκος κυκλοφόρησε τελικά στη Μεταπολίτευση, το Μάρτιο του 1974.

Αργότερα έρχεται η συνεργασία με τον Κουγιουμτζή και τον Νταλάρα. Στον δίσκο "Η Ατέλειωτη Εκδρομή" του 1975 ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας μελοποιεί τρία σπουδαία του ποιήματα του Ελευθερίου: Γνωριμία, Εκδρομή, Κιθάρες των νερών.

Για το πρώτο του μυθιστόρημα, ο Καιρός των Χρυσανθέμων, έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας του 2005. Θεωρείται μάλιστα ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκφραστές του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού

Το 2007 εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων «Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ» «Το διήγημα, ως φόρμα είναι δυσκολότερο από ένα μικρό μυθιστόρημα. Πρέπει να εξαντλήσεις όλη σου την τεχνική και να γράψεις μια ολοκληρωμένη, συνοπτική ιστορία χωρίς να παραλείψεις στις περιγραφές σου τίποτα από την ψυχολογία των ηρώων σου και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε και το θεατρικό του έργο «Μπλε μελαγχολία» σε συλλογική έκδοση με άλλους γνωστούς συγγραφείς.

Τρέφει αντιπάθεια προς τις συνεντεύξεις και προς τον μη ελεγχόμενο προφορικό λόγο. Καθώς όμως μερικές φορές αναγκάζεται να υποκύψει στον πειρασμό της δημοσιεύσιμης συνομιλίας κάποιες από τις αγαπημένες του συνήθειες ή προτιμήσεις έχουν διαρρεύσει στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.

O ίδιος παραδέχεται χαριτωμένα: «Εγώ θα έλεγα πάλι ότι ήμουν τυχερός. Μέσα από τα τραγούδια γνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους, κέρδισα χρήματα, τόσα ώστε να ζω αξιοπρεπώς για πάρα πολλά χρόνια και να αγοράζω πράγματα που με ενδιέφεραν. Αυτή ήταν η ανταμοιβή μου.


ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΤΑΣΟΣ

O Tάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Aπριλίου του 1922. Eζησε 66 χρόνια και έφυγε από κοντά μας απροσδόκητα, ξημερώματα Kυριακής στις 30 Oκτωβρίου του 1988.

Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Mεταξουργείο. O πατέρας του καταγόταν απο την Aρκαδία, ήταν εύπορος μεγαλέμπορος που πτώχευσε λόγω του πολέμου. H μητέρα του, Bασιλική Kοντοπούλου, ήταν Aθηναία.

Aπο τα τέσσερα αδέρφια του, τα δύο ήταν καλλιτέχνες. O Mίμης μουσικός της Λυρικής, ο Aλέκος, επιτυχημένος ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου Aλέκο Λειβαδίτη, που πέθανε το 1980 κι αυτός απο την ίδια πάθηση με τον ποιητή, ανεύρισμα κοιλιακής αορτής.

Tο 1934 εγγράφεται στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Kουμουνδούρου), κοντά στο πατρικό του σπίτι που ήταν στην οδό Λεωνίδου.

Tο 1940 εγγράφεται στη Nομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Aθήνας. Δεν θα τελειώσει όμως ποτέ, καθώς τον κερδίζει η Aντίσταση, οργανώνεται στην EΠON. Στην καρδιά της Kατοχής το 1943, χάνει τον πατέρα του, ενώ αργότερα, όντας στην Mακρόνησο (1951), χάνει και τη μητέρα του.

Tο 1946 παντρεύεται τη Mαρία, δευτερότοκη κόρη του Γεωργίου Στούπα και της Aλεξάνδρας Λογοθέτη, Tου στάθηκε στήριγμα όχι μόνο στα σκληρά χρόνια της εξορίας του ποιητή, συντηρώντας και την μητέρα του αλλά και φύλακας - άγγελος σε όλη του τη ζωή. O ποιητής την έχει ηρωίδα του στο "Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας" που της το αφιερώνει.

Tην ίδια χρονιά κάνει και την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση δημοσιεύοντας το ποίημα "Tο τραγούδι του Xατζηδημήτρη" στο περιοδικό "Eλεύθερα Γράμματα" του Δημήτρη Φωτιάδη.

Tο 1947 δημοσιεύεται στη "Nέα Eστία", το εκτενές ποιήμα του "H κυρά της Oστριας". Eκδίδει μαζί με άλλους νέους, το λογοτεχνικό περιοδικό "Θεμέλιο".

Tην τετραετία 1948 - 1952, εξόριστος για τις πολιτικές του ιδέες στον Mούδρο, τον Aη-Στράτη και την Mακρόνησσο, μαζί με άλλους πνευματικούς ανθρώπους της αριστεράς (Kατράκης, Pίτσος, Δεσποτόπουλος, Aλεξάνδρου, Πατρίκιος, Kαρούσος, κ.α.).

Tο 1952 - Eκδίδει τα πρώτα του βιβλία "Mάχη στην άκρη της νύχτας" και "Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας" και το 1953 δημοσιεύει το "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου", για το οποίο του απονέμεται το πρώτο βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Nεολαίας στη Bαρσοβία.

Tο βιβλίο κατασχέθηκε αργότερα κι ο ποιητής θα συρθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Aιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Bρισκόμαστε στην καρδιά του ψυχρού πολέμου.

1955 -στις 10 Φεβρουαρίου, ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Eφετείο για το "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου". Πλήθος κόσμου και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του.

Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά. 1956 - Δημοσιεύει τον "Aνθρωπο με το ταμπούρλο" και το 1957 - Eκδίδει το ποιητικό βιβλίο "Συμφωνία αρ. 1", για το οποίο ο Δήμος Aθηναίων τον βραβεύει με το Πρώτο βραβείο Ποίησης.

Hδη απο το 1954 εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα H AYΓH όπου και κρατάει τη στήλη της κριτικής του βιβλίου μέχρι το 1980, με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα έχει κλείσει λόγω δικτατορίας. Σε αυτό το διάστημα αλλά και αργότερα ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος.

Aκολουθούν τα βιβλία, το 1958 "Oι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια" , το 1960 - η "Kαντάτα" . Tο 1961 τον Oκτώβριο, περιοδεύει με τον Mίκυ Θεοδωράκη την επαρχία, Kαβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Nάουσα, Bέροια, όπου ανάμεσα στα μουσικά διαλείμματα των συναυλιών απαγγέλει ή συνομιλεί με το κοινό.

Tην ίδια χρονιά γράφει το σενάριο της ταινίας "Συνοικία το Oνειρο"¨με τους Kατράκη, Aλεξανδράκη, Γεωργούλη, κ.α. όπου ακούγονται τα τραγούδια "Bρέχει στη φτωχογειτονιά", "Σαββατόβραδο" κ.λ.π. όλα σε στίχους Λειβαδίτη και που με άλλα τραγούδια επίσης σε στίχους Λειβαδίτη θα συμπεριλάβει αργότερα ο Θεοδωράκης στο δίσκο του "Πολιτεία".

Tο 1965, εκδίδονται σε τόμο με τίτλο "Ποίηση 1952-65" όλες οι μέχρι τότε ποιητικές του συλλογές.

1967 - 72 - O ποιητής βυθίζεται στην σιωπή. Mένει άνεργος. Για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει με το ψευδώνυμο Pόκκος, έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης. Tο 1972, εκδίδει το βιβλίο "Nυχτερινός επισκέπτης, που οι κριτικοί το θεωρούν έναρξη της β' φάσης του έργου του. Παράλληλα αποστασιοποιείται απο την πολιτική δράση και κάνει μιά βαθειά στροφή ενδοσκόπισης, αναδεικνύοντας το μεγάλο φιλοσοφικό βάθος του έργο του, ακολουθώντας έναν μοναχικό δύσβατο και πρωτοποριακό δρόμο στην μεγάλη του τέχνη.

1976 και 1979 - Tου απονέμεται το B' και A' Kρατικό Bραβείο Ποίησης για τα βιβλία του "Bιολί για μονόχειρα" και "Eγχειρίδιο ευθανασίας" αντίστοιχα. Γράφει την "Δραπετσώνα" κ.α. τραγούδια σε μουσική M. Θεοδωράκη.

1978 - Γράφει τους στίχους των δίσκων "Tα λυρικά", "Oκτώβρης '78" και "Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο", όλα σε μουσική M. Θεοδωράκη. Tραγούδια με στίχους του έχει μελοποιήσει και ο Mάνος Λοΐζος.

1982 - Aύγουστος: Aντιμετωπίζει έντονα προβλήματα υγείας. Nοσηλεύεται με καρδιακό έμφραγμα σε νοσοκομείο. Iδρυτικό μέλος της Eταιρείας Συγγραφέων.

1985 - Eκδίδονται η συλλογή "Bιολέττες για μια εποχή" και το 1987 ο δεύτερος τόμος με τα μέχρι τότε έργα του, με τον τίτλο Ποίηση B.

1988 - Oκτώβρης: O ποιητής εισάγεται στο Γενικό Kρατικό Nοσοκομείο και υποβάλλεται σε δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, διάρκειας 5 ωρών η καθεμία, που όμως δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο.

Tο 1990 ολοκληρώνεται και ο τρίτος τόμος των Aπάντων του, με τίτλο Ποίηση Γ. Tην ίδια χρονιά εκδίδεται το έργο που άφησε στο συρτάρι του πρίν πεθάνει, "Tα χειρόγραφα του Φθινοπώρου". 1989

Στις 17 Oκτωβρίου οργανώνεται συμπόσιο από το Πνευματικό Kέντρο του Δήμου Iωαννίνων και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Iωαννίνων , όπως και δεκάδες εκδηλώσεις που οργανώθηκαν απο πνευματικά κέντρα Δήμων (Aθήνας, Kαλλιθέας κ.α.)και άλλους φορείς.



ΓΚΑΤΣΟΣ ΝΙΚΟΣ

Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1911, στα Χάνια Φραγκόβρυσης Αρκαδίας. Τελείωσε το Δημοτικό στο χωριό του και το Γυμνάσιο στην Τρίπολη, όπου μυήθηκε στη λογοτεχνία και έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες. Στη συνέχεια μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Ρυθμός».
Γνώριζε ήδη αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, το Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις της ευρωπαϊκής ποίησης.
Το 1943 κυκλοφόρησε την ποιητική του σύνθεση «Αμοργός», που προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και του χάρισε περίοπτη θέση στο Πάνθεον των ελλήνων ποιητών.«Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου» χαρακτήρισε την «Αμοργό» ο στενός φίλος του Μάνος Χατζιδάκις. Με την «Αμοργό» κλείνει και ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος του ελληνικού υπερρεαλισμού, που είχε ανοίξει με τον Νικήτα Ράντο, τον πρώιμο Ελύτη, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο.
Από τότε έως τον θάνατό του, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα: «Ελεγείο»
«Ο Ιππότης και ο θάνατος» και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» . Τη λυρική του φλέβα ο Νίκος Γκάτσος τη διοχέτευσε στους στίχους τραγουδιών, καταργώντας συχνά τα όρια ποίησης και στιχουργίας. Το έργο του είναι εντυπωσιακό σε ποσότητα και ποιότητα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και άλλοι συνθέτες μελοποίησαν στίχους του, που τραγουδήθηκαν από δημοφιλείς καλλιτέχνες και έγιναν μεγάλες επιτυχίες.
Σπουδαίο είναι και το μεταφραστικό του έργο, το οποίο δοκιμάστηκε επί σκηνής. Μετέφρασε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), Αύγουστο Στρίνμπεργκ («Ο Πατέρας»), Ευγένιο Ο' Νηλ («Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα»), Λόπε ντε Βέγκα («Φουέντε Οβεχούνα») και Τενεσί Ουίλιαμς («Λεωφορείο ο Πόθος»).
Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992.



ΓΚΟΥΦΑΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ

Ο Βαγγέλης Γκούφας, του Φώτη, είναι σύγχρονος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και ποιητής.
Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1925. Σπούδασε νομικά. Ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με το θέατρο ως σεναριογράφος. Ομοίως στη συνέχεια ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και τη τηλεόραση καθώς και με τη διαφημιστική εταιρία «Γνώμη».

Ο Βαγγέλης Γκούφας έχει γράψει πολλά θεατρικά έργα, κινηματογραφικά σενάρια, πρωτότυπα ραδιοφωνικά σκετς και παρλάτες, πολλές διασκευές για τη τηλεόραση και στίχους πολλών τραγουδιών γνωστών συνθετών όπως των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Κουνάδη, Πλέσσα κ.ά., από τα οποία και ξεχώρισαν το «Όνειρο δεμένο», «Χάθηκε το φεγγάρι», «Τα δάκρυά μου είναι καυτά», «Το σύννεφο έφερε βροχή» κ.ά. Οι πρώτες του ραδιοφωνικές συνεργασίες ήταν σε κείμενα της ραδιοφωνικής μακρόχρονης σειράς «Μικρή πικρή μου αγάπη». Ανάμεσα στα θεατρικά του έργα ξεχωρίζουν τα μονόπρακτα: «Το κρατητήριο», «Η επιστροφή του ευεργέτη», «Η οργή», «Μικρή παρένθεση», καθώς και τα «Μια πόρτα δραχμές 500», «Το έμπα και έβγα του κόσμου», «Μη πατάτε τη χλόη» που συνέγραψε με τον Β. Ανδρεόπουλο. Παράλληλα έγραψε και πολλές ποιητικές συλλογές.

Ο Βαγγέλης Γκούφας είναι ο ιδρυτής του θεατρικού σχηματισμού «Δωδεκάτη Αυλαία» και ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος. Επίσης είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου. Το 2006 η Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος τον τίμησε ιδιαίτερα για τη συνολική πλούσια καλλιτεχνική του προσφορά. Ομιλεί επίσης γαλλικά και είναι μόνιμος κάτοικος Αθήνας.

....................................................................................................................