ΛΟΪΖΟΣ ΜΑΝΟΣ


Ο Μάνος Λοΐζος του Ανδρέα και της Δέσποινας γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στην Αλεξάνδρεια. Ο πατέρας του παντοπώλης που έχει φτάσει εκεί το 1924 από ένα χωριό της Λάρνακας της Κύπρου τους Αγίους Βαβατσινιάς και η μάνα του το γένος Μανάκη, κόρη γεωπόνου από τη Ρόδο. 'Εζησε τα παιδικά του χρόνια στον τόπο γέννησής του και τελειώνοντας το δημοτικό, συνέχισε τη μόρφωσή του στο "Αβερώφειο" γυμνάσιο, ονομαστό σχολείο της τότε εποχής.

Η μουσική του κέντρισε τη περιέργεια στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, όταν σε ηλικία δεκαεσσάρων χρονών ο πατέρας του αγόρασε ένα βιολί και έπειτα από μεγάλη προτροπή, ο μικρός Μάνος τον έπεισε για να παρακολουθήσει τα πρώτα μαθήματα μουσικής στο τοπικό Ωδείο. Παρόλα αυτά, δεν άργησε να παρατήσει τις συγκεκριμένες σπουδές λίγο καιρό μετά και να βρει διέξοδο στην ελευθερία της δημιουργίας που του άφηναν οι χορδές μιας κιθάρας.

Το 1954 φτιάχνουν με συνομήλικους μια κομπανία που παίζει σε φιλικές και οικογενειακές εκδηλώσεις. Ο πατέρας του αγοράζει το πρώτο του πιάνο.
Το 1955 ο Μάνος Λοΐζος έφτασε στην Αθήνα και, σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών, γράφτηκε στη Φαρμακευτική Σχολή. Με τέσσερις φίλους από την Αλεξάνδρεια συγκατοικούν σ΄ένα σπίτι στο Κολωνάκι.

Σίγουρα στα μάτια πολλών θα φάνταζε ως μια παρορμητική απόφαση που δεν είχε ωριμάσει ακόμα ως σκέψη στο μυαλό του, αφού στις αρχές του επόμενου χρόνου την άφησε λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος και προτίμησε να κατευθυνθεί προς μια καλύτερη πορεία στην Ανώτατη Εμπορική...

Όμως το ένστικτό του σταμάτησε να τον "ξεγελά" πια και η απόλυτη αφοσίωσή του στη μουσική, εξαιτίας της απόφασης του φίλου και συγκατοίκου του Φώτη Κωνσταντινίδη να νοικιάσουν ένα πιάνο, τον έφερε "αντιμέτωπο" με τις πρώτες του συνθέσεις στο πεντάγραμμο, με το μεθυστικό άρωμα που "ευωδιάζουν" οι δημιουργίες του Μάνου Χατζιδάκι και με τις διαφορετικές εικόνες που σε παρασέρνουν στα καλντερίμια της η ρεμπέτικη μας παράδοση...

Το 1957 οι ιδιόμορφες συνθήκες που διαμορφώνονται στην Αίγυπτο με την κατάληψη της εξουσίας από τον Νασέρ, επιβάλλουν τη μόνιμη εγκατάστασή του στην Αθήνα. Αρχικά μένει στην Κυψέλη. Το 1958 συντροφιά με το φίλο του, επίσης φοιτητή, Φώτη Κωνσταντινίδη μετακομίζει στη Νέα Σμύρνη και εκεί αρχίζει να ανακαλύπτει τόσο τη Μαρξιστική ιδεολογία, όσο και το νέο μουσικό κίνημα που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται με τις πρώτες «παρεμβάσεις» του Μάνου Χατζιδάκι και την ευρύτερη αναγνώριση του ρεμπέτικου.

Το 1960 η σχολή της Ανώτατης Εμπορικής αποτελεί πια παρελθόν στην επαγγελματική του σταδιοδρομία αφού παίρνει την απόφαση να την εγκαταλείψει. Αυτό σήμανε και τη διακοπή του μηνιαίου φοιτητικού συναλλάγματος των 150 λιρών από το πατέρα του. Το γεγονός ότι η επιδείνωση της φτώχειας του θα δυσχέραινε ακόμα πιο πολύ την, ήδη υπάρχουσα, τραγική οικονομική του κατάσταση δεν τον "λύγισε" τόσο, όσο θα συνέβαινε με κάποιον άλλο χαρακτήρα.

Ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με υπομονή και η συμπεριφορά του αυτή ίσως είχε τη δική της εξήγηση στο πνεύμα της "φιλοσοφίας" που κληροδότησε απ' την Ανατολή, εκεί που τα πράγματα κινούνταν πάντα σε ήπιους τόνους, με πιο βραδείς ρυθμούς...

Για να επιβιώσει κάνει διάφορες δουλειές, από γκαρσόνι σε ταβέρνα της Κω μέχρι γραφίστας σε ένα διαφημιστικό γραφείο στην πλατεία Κάνιγγος ή διακοσμητής. Φοιτά για λίγο στη Σχολή Βακαλό, αρχίζει να συνθέτει πιο εντατικά και βρίσκεται σε στενή επαφή με του φοιτητικούς -πολιτιστικούς- μουσικούς κύκλους της Αριστεράς της εποχής.

Στις 30 Δεκεμβρίου 1961 μια ομάδα 83 Φίλων της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη θα στείλουν στον Τύπο επιστολή διαμαρτυρίας «δια την άδικον και αντιπνευματικήν στάσιν των Ραδιοφωνικών μας Σταθμών, έναντι των τραγουδιών του, δια του αποκλεισμού από τας εκπομπάς των». Το όνομα Μανώλης Λοϊζου είναι το δεύτερο στη σειρά... Μια πολύ δύσκολη περίοδος στη ζωή του και ένα τούνελ σκοτεινό με δύσβατα περάσματα που στο τέλος του έκρυβε ένα μικρό ήλιο και τη φωτεινή πλευρά που σηματοδοτούσε μια καινούργια αρχή...

Εκείνο το καιρό, του προσέλκυσε το ενδιαφέρον του το "Τραγούδι του δρόμου" του Λόρκα σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου, το οποίο ανακάλυψε στο περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης" και σκέφτηκε να το μελοποιήσει. Μέσω μιας κοινής φίλης, της Διδώς Πετροπούλου - Διαμαντοπούλου, που εργαζόταν τότε στην Ελληνική Ραδιοφωνία, έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα, που διέκρινε κάτι ξεχωριστό στη μουσική φυσιογνωμία του Μάνου Λοΐζου και μεσολαβεί στην εταιρεία Philips, έτσι ώστε να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι.

Την Πετροπούλου ο Μάνος είχε την ευτυχή συγκυρία να την γνωρίζει αρκετά χρόνια νωρίτερα, αφού υπήρξε η πρώην σύζυγος του καθηγητή του στο μάθημα των γαλλικών στην Αλεξάνδρεια... Χωρίς αμφιβολία, το πιο ευνοϊκό παιχνίδι που μπορούσε να του "φυλάξει" η μοίρα τη συγκεκριμένη εποχή! Λίγο μετά την είσοδο του 1962, το πρώτο 45άρι του Μάνου Λοΐζου "εισβάλλει" στη δισκογραφική αγορά με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο.

Η ίδρυση του "Σύλλογου Φίλων Ελληνικής Μουσικής" (ΣΦΕΜ) τον Απρίλιο του 1962 αποτέλεσε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στο μουσικό του "γίγνεσθαι". Μερικούς μήνες μετά ανέλαβε τη διεύθυνση της χορωδίας του ΣΦΕΜ, ενώ το ίδιο καλοκαίρι "καλοσώρισε" τη πρόταση του Μίκη Θεοδωράκη να συνεργαστούν στην επιθεώρηση "Μαγική πόλη" σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη στο θέατρο "Παρκ", φυσικά με τη συμμετοχή της χορωδίας υπό τη δική του διεύθυνση.

Ο σύλλογος κατείχε θερμής υποστήριξης από καλλιτέχνες του χώρου: Ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Φώντας Λάδης, ο Μάνος Ελευθερίου και ο Χρήστος Λεοντής είναι μόνο ορισμένοι απ' αυτούς που πίστεψαν στο όραμα του ΣΦΕΜ και, νεαροί τότε, εμφανίστηκαν πρόθυμοι να γίνουν μέλη του. Η γνωριμία του τελευταίου με τον Λοΐζο πραγματοποιήθηκε μέσω του συλλόγου, "ζυμώθηκε" με τη βοήθεια της κοινής τους αγάπης, της μουσικής και "σφραγίστηκε" με τη πρώτη τους συναυλία στις 11 Μαρτίου 1963 στο "Ακροπόλ", τα έσοδα της οποίας δόθηκαν στο Δ' Πανσπουδαστικό Συνέδριο.

Σημαντικοί αρωγοί ο Μίκης Θεοδωράκης που προλόγισε την εκδήλωση, όπως επίσης και οι ποιητές Μάνος Ελευθερίου, Φώντας Λάδης και Μάρω Λήμνου που συνείσφεραν με το δικό τους τρόπο στην επιτυχία της. Η Μάρω Λήμνου ήταν ένα πρόσωπο που του συμπαραστάθηκε σε μεγάλο βαθμό τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής του στην Ελλάδα. Γενικότερα ήταν μια γυναίκα που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του ρομαντικού μελωδού, αφού το Μάρτιο του 1965 ο κοινός τους βίος ήταν αναπόφευκτο πως θα τους ένωνε με τα ιερά δεσμά του γάμου.

Το επόμενο όνειρο του αγαπημένου δημιουργού "αγκάλιασε" στον ουρανό του τη παρουσία της αείμνηστης Κωστούλας Μητροπούλου. Εκείνη ήταν που του πρόσφερε απλόχερα τους στίχους του "Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία" και του "Στρατιώτη", μια βραδιά που δούλευε παρέα με τον Διονύση Σαββόπουλο και τη Μαρία Φαραντούρη σε μια μπουάτ στο Κολωνάκι, τη "Στοά" το 1964.

Μαζί με τα τραγούδια "Γ' Παγκόσμιος" και "Ακορντεόν" του Γιάννη Νεγρεπόντη, αποτέλεσαν εκείνες τις μοναδικές μουσικές στιγμές που επισημοποίησαν τη κατοπινή αναγνώριση της αξίας του και ώθησαν τις εξελίξεις στη καθολική αποδοχή του μουσικού του προσώπου. Με τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου η "Νύχτα, μικρή αρχόντισσα" και "Το φεγγάρι έρημο" περιλαμβάνονται στη κυκλοφορία του δεύτερου μικρού δίσκου του αμέσως μετά, σε στίχους που φέρουν την υπογραφή της συζύγου του. Η Μάρω Λήμνου είχε υπογράψει και τους στίχους της "Πρωτομαγιάς", μια σύνθεση δική του που τραγούδησε η Σούλα Μπιρμπίλη.

Λίγους μήνες μετά, μια αληθινή φιλία "γεννιέται" ανάμεσα στο Λευτέρη Παπαδόπουλο και στο Μάνο Λοΐζο. Μια καταλυτική σχέση και μια σπάνια χημεία στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Δυο άνθρωποι διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών, που ενώθηκαν μέσα από τις στιγμές των κοινών τους παραστάσεων και της ικανότητάς τους να τις "εξυγιαίνουν" με το μαγικό ραβδάκι της μουσικής! Σε μια μπουάτ ένα καλοκαιρινό βράδυ του '66 που τραγουδούσε ο Γιώργος Ζωγράφος, ο Μάνος Λοΐζος έσπευσε να τον χαιρετήσει.

Του επισήμανε πως η γνωριμία τους τον γέμιζε με ιδιαίτερη χαρά, καθώς ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν παρέλειψε να του τονίσει πως η σύνθεση του "Καράβια αλήτες" δεν τον είχε αφήσει αδιάφορο, σε ένα τραγούδι που ερμήνευσε ο Γιάννης Πουλόπουλος και "έντυσε" στιχουργικά ο Φώντας Λάδης. Ήταν την εποχή που ο ονειροπόλος μουσικός είχε αποκτήσει τη μονάκριβη κόρη του, Μυρσίνη και παράλληλα είχε ανοίξει τα φτερά του πάνω απ' την αυλαία του θεάτρου, καλύπτοντας με τη δυναμική της μουσικής του "Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα".

Την ίδια εποχή, το νήμα της κοινής συνεργασίας τους ξετυλίχθηκε για πρώτη φορά με την επιτυχία "Αυτό το αγόρι με τα μάτια τα μελιά" που ερμήνευσε η Αλέκα Μαβίλη, ενώ η κοινή τους ιστορία συνεχίστηκε με το "Πώς τον αγαπώ" και το "Σαββατόβραδο" από τη φωνή της Ζωής Φυτούση.

Το ξεκίνημα της επόμενης χρονιάς (1967) βρήκε το Μάνο Λοΐζο να ασχολείται με την ολοκλήρωση ενός κύκλου τραγουδιών σε ποίηση Γιάννη Νεγρεπόντη που ονομάστηκαν "Τα νέγρικα" και έθιγαν με καίριο τρόπο τους αγώνες επιβίωσης των νέγρων, τη φτώχεια και την εξαθλίωση κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Αυτά τα τραγούδια κρίθηκαν για πρώτη φορά απ' το κοινό σε μια συναυλία κατά τη διάρκεια της φοιτητικής εβδομάδας της Ανώτατης Βιομηχανικής, με τις συμμετοχές της Μαρίας Φαραντούρη και του Γιώργου Ζωγράφου, το Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου.

Στις 19 Απριλίου 1967 η συναυλία που οργανώθηκε υπό την αιγίδα της "Πανσπουδαστικής" ήταν γραφτό να μη πραγματοποιηθεί ποτέ, αφού οι πολιτικές ανακατατάξεις της χώρας ανέτρεψαν όλα τα δεδομένα και οι καθημερινές συλλήψεις έφτασαν να είναι η πιο αναμενόμενη πραγματικότητα στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας...

Μετά τη σύλληψη του Μίκη Θεοδωράκη στις 21 Αυγούστου, ο Μάνος έσπευσε να βρει ένα καταφύγιο εκτός συνόρων για να μπορέσει να ξεφύγει. Έτσι λοιπόν ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του Φώντα Λάδη στη Ρώμη, που τον φρόντισε πολύ καλά και στις αρχές του Σεπτέμβρη έφυγε από την Ιταλία με προορισμό την Αγγλία, όπου παρέμεινε στο Λονδίνο για τους επόμενους έξι μήνες.


Στο ξεκίνημα του 1968 ο Μάνος Λοΐζος επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα. Φαινομενικά τυχαίος ή όχι ο τίτλος του δίσκου, "Ο σταθμός" σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου που βγήκε στην αγορά το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, συμπεριλήφθηκε τελικά στη λίστα των σπουδαιότερων σταθμών της προσωπικής δισκογραφίας του.

Ο Γιάννης Καλατζής ξεχώρισε ιδιαίτερα με το"Δελφίνι, δελφινάκι" και το "Παλιό ρολόι" - τραγούδια που ακούγονται απ' τους ανθρώπους αυτής της γενιάς πολύ νοσταλγικά έως και σήμερα - ενώ το γνωστό χασάπικο "Η δουλειά κάνει τους άντρες" έγινε ευρέως γνωστό με τη φωνή του Δημήτρη Ευσταθίου.

Τελικά η κυκλοφορία των "Νέγρικων" σημειώθηκε εν έτει 1975, μιας και η δικτακτορία είχε επιβάλλει τότε τους δικούς της νόμους και μέσα σ' όλα τα άλλα, την απαγόρευση αυτών των τραγουδιών. Η Μαρία Φαραντούρη και ο Μανώλης Ρασούλης ήταν εκείνοι που πρωτοστάτησαν στις ερμηνείες αυτής της δισκογραφικής δουλειάς.

Λίγο νωρίτερα όμως, το 1970, οι "Θαλασσογραφίες" έφεραν στο προσκήνιο ένα ακόμα ανομολόγητο ταλέντο του εσωστρεφή δημιουργού. Η πρώτη επαφή του Μάνου Λοΐζου με το μικρόφωνο κατεγράφη με το τραγούδι "Σεβάχ ο Θαλασσινός" αν και αρχικά ήταν ένα τόλμημα, μια κίνηση αυθορμητισμού ή μια βαθύτερη εσωτερική ανάγκη του συνθέτη να εκφραστεί μέσα απ' την αλλιώτικη διέξοδο της ερμηνείας, έφτανε η βαθύτερη της αλήθεια για να βρει τη μεγαλύτερη ανταπόκριση απ' το κοινό και να τον ενθαρρύνει θετικά για να συνεχίσει αυτή την ιδιότητα, με την ίδια και απαράμιλλη ευαισθησία...

Ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γιάννης Πάριος, ο Γιάννης Καλατζής και η Μαρίζα Κωχ ερμήνευσαν τα τραγούδια της δεύτερης δισκογραφικής συνεργασίας του με το Λευτέρη Παπαδόπουλο, ενώ η "Τζαμάικα", ο "Καφενές" και τα "Δέκα παλικάρια" βρίσκονται σήμερα στις πρώτες θέσεις των διαχρονικότερων κομματιών της ελληνικής μουσικής σκηνής. Αδιαμφισβήτητα επρόκειτο για μια μουσική φυσιογνωμία με πηγαίο ταλέντο, που απέδειξε ότι μπορούσε να περάσει με μεγάλη ευελιξία απ' την αρχή έως το τέλος της αόρατης κλωστής, που ενώνει αδιόρατα τους τόνους μιας μελαγχολικής μπαλάντας με τη περηφάνια και το πόνο ενός βαρύ ζεϊμπέκικου.

Το 1971 ο Μάνος Λοΐζος ανέλαβε τη μουσική της κινηματογραφικής ταινίας του Αλέξη Δαμιανού "Ευδοκία", η οποία του έδωσε την έμπνευση να δημιουργήσει το ομώνυμο ζεϊμπέκικο, το κλασσικό και το ωραιότερο ζεϊμπέκικο όλων των εποχών! Μια ιστορία αναφέρει πως ο Μάνος παρακαλούσε το Λευτέρη Παπαδόπουλο να του γράψει στίχους, αλλά ο επιστήθιος φίλος του δεν συμφώνησε με την ιδέα του και παρόλο που είχε σκεφτεί κάποια λόγια δεν του τα έδωσε ποτέ, γιατί πίστευε ακράδαντα πως ένα τέτοιο κομμάτι έπρεπε να παραμείνει ατόφιο...

Έπειτα από λίγο καιρό η ταινία του Ορέστη Λάσκου "Διακοπές στη Κύπρο", της οποίας ήταν υπεύθυνος για τη μουσική της επιμέλεια, οδήγησε το Μάνο στο νησί της Αφροδίτης. Εκεί έμελλε να γνωρίσει το δεύτερο μεγάλο έρωτα της ζωής του και τη κατοπινή σύζυγό του, Δώρα Σιτζάνη, την οποία παντρεύτηκε το 1978.

Μετά τη περίοδο της μεταπολίτευσης κυκλοφόρησαν "Τα τραγούδια μας", με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα. Σε στίχους του Φώντα Λάδη, ο δίσκος ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 100.000 αντίτυπα και πέτυχε το στόχο του να μιλήσει στις καρδιές των ακροατών, περιγράφοντας χωρίς ενδοιασμούς τις απεργίες και τους αγώνες της εργατικής τάξης. Με έντονο το αίσθημα της δικαιοσύνης, ο αισθαντικός μελωδός αγωνίστηκε με περίσσεια δύναμη για τα δικαιώματα των συναδέλφων του.

Η ίδρυση του συνδικαλιστικού σωματείου της Ε.Μ.Σ.Ε από το Μάνο Λοΐζο, το Λευτέρη Παπαδόπουλο, το Πυθαγόρα, το Κώστα Βίρβο, το Γιώργο Κατσαρό, το Χρήστο Λεοντή και το Μίμη Πλέσσα, πραγματώθηκε σε μια εποχή που η πειρατεία στο χώρο της ελληνικής δισκογραφίας είχε φτάσει σχεδόν σε ανεξέλεγκτο σημείο.

Ο Μάνος Λοΐζος πάλεψε με σθένος για τα προβλήματα του κλάδου του και όταν έξι χρόνια αργότερα (1978) ανέλαβε τη προεδρεία του συλλόγου για να υπερασπίσει τους δημιουργούς και να τους απαλλάξει από την μεσολάβηση της ΑΕΠΙ, που γνωμοδοτούσε συνεχώς και κατείχε ένα - διόλου ευκαταφρόνητο - ποσοστό απ' τα κέρδη, ήταν σίγουρο πως οι έγνοιες θα του έκλεβαν μεγάλο μέρος του προσωπικού του χρόνου και η υγεία του θα "χτυπούσε" το πρώτο καμπανάκι του κινδύνου, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να δώσει την απαιτούμενη σημασία...

Το 1972 παραδόθηκε στη κρίση του κόσμου και η τρίτη δισκογραφική του συνεργασία με το Λευτέρη Παπαδόπουλο "Να 'χαμε, τι να 'χαμε" και αυτόματα γνώρισαν τη πλατιά αναγνώριση τα "Ήλιε μου σε παρακαλώ", "Λιόντας", "Παποράκι", "Πιάσε το ζουρνά" και "Ελισσώ". Πριν περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα, η πρώτη απόπειρα του Μάνου στο στίχο γίνεται με τον "Τσε" και τη "Πρώτη Μαΐου".

Η άνοιξη του 1973 ετοίμασε πρόσφορο έδαφος στη συνεργασία του ασυμβίβαστου μουσικού με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Η δισκογραφική τους ένωση "άνθισε" το Πάσχα του επόμενου χρόνου και ανυψώθηκε χάρη στις ηλιόλουστες στιγμές του έργου τους "Καλημέρα ήλιε", με τις λαμπρές ερμηνείες των τότε πρωτοεμφανιζόμενων Κώστα Σμοκοβίτη, Αλέκας Αλιμπέρτη και Χαρούλας Αλεξίου.

Ωστόσο το ομώνυμο τραγούδι που απ' τη πρώτη στιγμή δεν πέρασε απαρατήρητο, σφραγίστηκε από τη στιχουργική έμπνευση του Μάνου Λοΐζου και παρέδωσε τη σκυτάλη της επιτυχίας στo "Μια καλημέρα", "Με φάρο το φεγγάρι", "Θα έρθει μόνο μια στιγμή", "Δώδεκα παιδιά", και "Όταν σε είδα να ξυπνάς". Η κυκλοφορία του επόμενου δίσκου "Τα τραγούδια του δρόμου" πιστοποίησαν μια σπάνια μουσική μορφή που ύμνησε με άριστο τρόπο τη φράση πως "τίποτα δεν είναι τυχαίο σ' αυτή τη ζωή"...

Η άσβεστη φλόγα της ερμηνείας που σιγόκαιγε ανέκαθεν μέσα του, πρόσφερε τα πιο ιδιαίτερα ακούσματα στα τραγούδια του "Δρόμου", του "Ακορντεόν" και του "Μη με ρωτάς" και διεύρυνε το μέγεθος της καλλιτεχνικής του αξίας που, σε συνοχή με τις ερμηνευτικές κορυφώσεις του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο "Στρατιώτη" και στο "Γ' Παγκόσμιο", αποτέλεσαν την ανατρεπτικότερη μουσική κιβωτό στη παλίρροια της σκέψης και των πολλαπλών βιωμάτων του.

Σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη και του Πυθαγόρα, "Τα τραγούδια της Χαρούλας" τον Ιούνιο του 1979 περιέβαλλαν μια συνεργασία που ολοκληρώθηκε έπειτα από πολλές ώρες δουλειάς και έντονων ανθρώπινων στιγμών. Ο Μάνος παίδεψε πολύ τον Μανώλη Ρασούλη για να πετύχει το αποτέλεσμα που ονειρευόταν, χωρίς να αποφύγει να "παιδέψει" τον εαυτό του στις μελωδίες που του χάρισε η έμπνευσή του.

Αρκεί να τονίσουμε πως όλα αυτά συνέβησαν σε μια εποχή που τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα δεν βρίσκονταν στην υπηρεσία της μουσικής και εκείνος σκαρφιζόταν διάφορα τεχνάσματα για να "βάψει" τις συνθέσεις του με ηχοχρώματα που δεν θα θύμιζαν ούτε στο παραμικρό τη λίστα των πολιτικών τραγουδιών που είχε παρουσιάσει μέχρι τότε. Ξεχώρισε ο "Φαντάρος", το "Πες μου πως γίνεται", το "Γύφτισα τον εβύζαξε" και το υπέροχο "Τίποτα δεν πάει χαμένο".

Ο χαρισματικός μουσικός είχε καταφέρει ήδη να "πλάσει" και να διαμορφώσει το δικό του ήχο στο ερωτικό λαϊκό τραγούδι... Ένα χρόνο μετά η ερμηνευτική συμβολή της Δήμητρας Γαλάνη, του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, της Δώρας Σιτζάνη και του ίδιου "οχυρώνονται" σε μια δισκογραφική δουλειά με τίτλο "Για μια μέρα ζωής".

Ένας συνθέτης που συνέχιζε να ψάχνει για νέες κατευθύνσεις, δοκίμασε το πρώτο του μουσικό πείραμα στον ηλεκτρικό ήχο και τελικά έγραψε ιστορία με τα "Σ' ακολουθώ", "Κι αν είμαι ροκ", "Σε ψάχνω" αλλά και τη "Κουτσή κιθάρα" και το άκρως τρυφερό "Η μέρα εκείνη δεν θ' αργήσει". Ένας δίσκος με - κατά κάποιο τρόπο - προφητικό τίτλο αφού έμελλε να είναι το "κύκνειο άσμα" του...

Ο Μάνος έπασχε από νεφρική ανεπάρκεια και προβλήματα πίεσης, γι' αυτό και οι συναυλίες που ακολούθησαν στις μεγαλύτερες πόλεις του εξωτερικού τον Μάιο του 1981 κλόνισαν τον, ήδη επιβαρυμένο, οργανισμό του.

Οι συναυλίες που αποφάσισε να δώσει ανά την ελληνική επικράτεια με το Θάνο Μικρούτσικο και το Χρήστο Λεοντή τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, ήταν και οι τελευταίες...

Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει και τα πρώτα σημάδια φανέρωναν πως ετοιμαζόταν να ταξιδέψει σε άλλη διάσταση. Ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 8 Ιουνίου 1982, κρίθηκε απαραίτητη η νοσηλεία του στο Γενικό Κρατικό.

Έπειτα από δύο μήνες, η απόφασή του να ταξιδέψει μέχρι τη Μόσχα για περαιτέρω εξετάσεις και γνωματεύσεις από ειδικούς γιατρούς δεν πρόλαβαν να οδηγηθούν στο φως, αφού η μοίρα διάλεξε να έχει διαφορετικά σχέδια για τη ζωή του και το δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο ήρθε χωρίς προειδοποίηση στις 7 Σεπτεμβρίου.

Δέκα μέρες μετά, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982 ώρα 3 το απόγευμα άφησε τη τελευταία του πνοή σε ένα κόσμο που θα έχει πάντα ανάγκη τη γνώση, τη σοφία, την ευαισθησία, την ευγένεια που πήγαζε απ' τα βάθη της ψυχής του, τις ακράδαντες ηθικές αξίες και την αισθητική του...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου