Σπύρος Καλογήρου

Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που ταυτίστηκε με το ρόλο του κακού στη μεγάλη οθόνη. Σήμα κατατεθέν του: η χαρακτηριστική, τρεμάμενη φωνή του και το άγριο παρουσιαστικό του.

Βέρος Αθηναίος, ο Σπύρος Καλογήρου γεννήθηκε στην Κυψέλη στις 3 Νοεμβρίου του 1922. Στα εφηβικά του χρόνια άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος. Με το θέατρο ασχολούνταν ερασιτεχνικά, μέχρι που κάποιος σκηνοθέτης τον παρότρυνε να γραφτεί στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου.

Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1955, με τον θίασο του Ν. Χατζίσκου στον «Ερωτόκριτο» και ακολούθησε ο «Άμλετ». Η θεατρική του σταδιοδρομία άρχισε ουσιαστικά να διαμορφώνεται με την ένταξή του στο «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, το 1960, με το οποίο έπαιξε σε ιστορικές παραστάσεις (π.χ. «Όρνιθες», «Πέρσες») σε Ελλάδα και εξωτερικό. Συνεργάστηκε με τους θιάσους των Λαιμού, Ροντήρη, Μινωτή, Σολωμού, Κουν, Κατράκη, Μυράτ, Λαμπέτη, Κατερίνας κ.ά.

Στη δεκαετία του '80 άρχισε να συγκροτεί προσωπικούς θιάσους μαζί με τη σύζυγό του, Ευαγγελία Σαμιωτάκη, κι έκαναν πολλές περιοδείες. Έπαιξε σε περίπου διακόσια θεατρικά έργα και σε όλα τα είδη του θεάτρου, κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, από θέατρο του παραλόγου (Ιονέσκο) μέχρι επιθεώρηση, αλλά και σε πολλά του ελληνικού δραματολογίου.

 Από τους τελευταίους, χαρακτηριστικούς ρόλους του στη σκηνή, στον οποίο υπήρξε απολαυστικός, ήταν αυτός του Λουκά στο «Λόγω Φάτσας» του Γιώργου Διαλεγμένου, που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντύπας στο «Απλό Θέατρο» (1993-1995). Το καλοκαίρι του 1996 εμφανίστηκε με τον Θύμιο Καρακατσάνη στο «Καραγκιόζη-Ντριμ», ερμηνεύοντας τον Μπάρμπα-Γιώργο, ενώ το 1999 έπαιξε στο πλευρό της Μιμής Ντενίση στο «Εγώ η Λασκαρίνα».

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 στην ταινία του Ντίμη Δαδήρα «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας». Έκτοτε συμμετείχε σε περισσότερες από 60 ταινίες, μαζί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού σινεμά. Εμφανίστηκε σε περίπου 55 ταινίες, ανάμεσά τους οι: «Η Αθήνα τη νύχτα», «Στεφανία», «Κοντσέρτο για πολυβόλα», «Η νεράιδα και το παλικάρι», «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά», «Η Μαρία της σιωπής», «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο», «Στάκαμαν». Όμως, η ταινία που άφησε εποχή ήταν η «Λόλα», στην οποία ο Σπύρος Καλογήρου είχε πει την αξέχαστη φράση «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη», προς τον τότε συμπρωταγωνιστή του Νίκο Κούρκουλο, για τα «μάτια» της Τζένης Καρέζη.

Το 1966, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση για την ερμηνεία του στη μικρού μήκους ταινία «Τζίμης ο Τίγρης» του Παντελή Βούλγαρη και οι κριτικοί κινηματογράφου τού απένειμαν το 1971 τον Αργυρό Απόλλωνα για τον ρόλο του στην ταινία «Κατάχρηση εξουσίας». Τιμήθηκε με τη Χρυσή Κεφαλή του «Θεάτρου Βαχτάγκοφ» της Μόσχας. Εμφανίστηκε και σε τηλεοπτικές σειρές («Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή»).

Παρά την κινηματογραφική εικόνα του κακού, με την οποία ταυτίστηκε, στην αληθινή ζωή του ο Σπύρος Καλογήρου υπήρξε ένας πολύ γλυκός και τρυφερός άνθρωπος. Συνοδοιπόρος του στη ζωή υπήρξε η Ευαγγελία Σαμιωτάκη, επίσης ηθοποιός, με την οποία παντρεύτηκε το 1952. Μαζί απέκτησαν ένα γιο και αποτέλεσαν ένα από τα πιο αγαπημένα και μακροβιότερα ζευγάρια της σοουμπίζ.

Πέθανε, σε ηλικία 87 ετών, στις 27 Ιουνίου 2009.

Νίκος Καλογερόπουλος

Ο Νίκος Καλογερόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Φιλιατρά Μεσσηνίας όπου και εδιδάχθη την "Αγροτικήν". Παρακολούθησε μαθήματα στις σχολές θεάτρου Κωστή Μιχαηλίδη, Βεάκη, Αθηνών. Η πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση ήταν στο έργο του Ν. Καζαντζάκη "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται". Ακολούθησαν τα "Μεθυσμένη πολιτεία", "Χαίρε Τάσο Καρατάσο", "Όλη η δόξα όλη η χάρη", "Στο κάμπινγκ", "Ερασιτέχνης άνθρωπος" κ.ά.

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίζεται το 1981 στο "Μάθε παιδί μου γράμματα", όπου κερδίζει το Β Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ακολούθησαν τα "Άρπα κόλλα", "Είμαι...", "Ρεμπέτικο" (Βραβείο Εξαιρετικής Ερμηνείας), "Λούφα και παραλλαγή" (Βραβείο Α Ανδρικού Ρόλου). Το 1986 επιχειρεί την πρώτη δική του ταινία, η οποία όμως μένει στα συρτάρια. Αυτό στάθηκε η αφορμή να μείνει "εκτός" δεκαέξι χρόνια. Η επιστροφή του στον κινηματογράφο έγινε το 2000 με το "Ένας κι Ένας", κερδίζοντας πάλι το Βραβείο Α Ανδρικού Ρόλου. Στο διάστημα της "απουσίας" του έγραψε τα θεατρικά "Σατιρικό των Ελλήνων", "Οι κυνικοί ξανάρχονται".

Το 1981 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Θετή Ταυτότης". Το 1991 η ποιητική συλλογή "Επιστρόφια" (Εκδ. Λιβάνη). Το πρώτο του θεατρικό έργο "Ο Μπαμπούλας" παίχτηκε το 1976 στο θέατρο ΚΑΒΑ. Το 1994 κυκλοφόρησε το πρώτο του CD με τίτλο "Τα Δέοντα" από την FM Records. Είναι παντρεμένος και έχει δύο γιούς.

Θανάσης Βέγγος

Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927 από το Βασίλη και την Ευδοκία Βέγγου, των οποίων ήταν και το μοναδικό παιδί. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, συγκεκριμένα εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού, και ήρωας της αντίστασης.

Μετά τον πόλεμο, εκδιώχθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Η απόλυση του πατέρα του προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια του Θανάση, κάτι που τον αναγκάζει να ριχτεί στον αγώνα για το μεροκάματο. 

Κυριότερη μεταξύ των επαγγελμάτων με τα οποία ασχολήθηκε ήταν η απασχόληση σε επεξεργασίες δερμάτων. Παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά του. Τα χρόνια 1948-1950 εξορίστηκε στη Μακρόνησο, όπου γνωρίστηκε με τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο.

 Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954 στην ταινία Μαγική Πόλις του Κούνδουρου. Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε σε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως Ο δράκος, Διακοπές στην Αίγινα, Μανταλένα, Συννεφιασμένη Κυριακή, Ο Ηλίας του 16ου, Ποτέ την Κυριακή. 

Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με το Νίκο Σταυρίδη στην ταινία Οι δοσατζήδες του 1960. Τον ίδιο καιρό, το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού όχι από Σχολή αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. 

Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, επίσης το 1959.Τα επόμενα χρόνια, συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, αναπτύσσει τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου τύπου, που τον καθιέρωσε και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής.

Η καριέρα του συνεχίζεται με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη, ενώ η δημοτικότητά του παραμένει σταθερή κι οδηγεί στην αποθέωσή του από τον κόσμο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1971, όπου η ταινία Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση; αποσπά τα βραβεία κριτικών και κοινού.

Η θεματολογία των ταινιών του μετατοπίζεται προς την κοινωνική κριτική, ενώ το 1983 σταματά για λίγα χρόνια να κάνει κινηματογράφο. Τη δεκαετία του '80 ασχολείται με το γύρισμα έξι βιντεοταινιών και της τηλεοπτικής σειράς Βεγγαλικά που, μετά από προσπάθειες πολλών ετών, προβλήθηκε τελικά στην τηλεόραση το 1988. 

Το 1990 εμφανίστηκε στη σειρά του ΑΝΤ1 Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης.Η επιστροφή του στον κινηματογράφο γίνεται με την ταινία Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Παντελή Βούλγαρη. Η ερμηνεία του έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων αλλά μεγάλης εκφραστικότητας, με κορυφαία στιγμή το ρόλο του στην ταινία Όλα είναι δρόμος του 1998. 

Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο, το 1997 στο ρόλο του Δικαιόπολι στους Αχαρνής και το 2001 στην Ειρήνη του Αριστοφάνη με μεγάλη επιτυχία. 

Το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, ο Θανάσης Βέγγος κράτησε έναν από τους βασικούς ρόλους στην τηλεοπτική σειρά Περί ανέμων και υδάτων. 

Πέθανε στις  3 Μαΐου 2011

Τζένη Καρέζη

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου του 1932, σύμφωνα όμως με το λεξικό Έλληνες ηθοποιοί του ηθοποιού Θεόδωρου Έξαρχου (1930 - 2009) είχε γεννηθεί το 1934. Ο πατέρας της ήταν γυμνασιάρχης και η μητέρα της δασκάλα. Τα σχολικά της χρόνια τα πέρασε στην Ελληνογαλλική Σχολή Καλογραιών Καλαμαρί στη Θεσσαλονίκη και στην Ελληνογαλλική Σχολή Σεν Ζοζέφ στην Αθήνα. Μιλούσε γαλλικά και αγγλικά. 

Η Τζένη Καρέζη παντρεύτηκε  τον Αύγουστο του 1968, τον ηθοποιό Κώστα Καζάκο με τον οποίο και απέκτησε ένα γιο, τον επίσης ηθοποιό Κωνσταντίνο. Ήταν μόνιμη κάτοικος Αθηνών.

Πέθανε στις 27 Ιουλίου 1992 στο σπίτι της, μετά από τετραετή μάχη με τον καρκίνο. Η σορός της τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 29 Ιουλίου του 1992 εψάλη η νεκρώσιμη ακολουθία στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου

Το 1951, χρονιά που αποφοίτησε από την Ελληνογαλλική Σχολή, πήρε μέρος στη θεατρική παράσταση Αντιγόνη του Σοφοκλή, που τότε παιζόταν στο ΡΕΞ. Την ίδια επίσης χρονιά έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από την οποία αποφοίτησε το 1954. Από τον Οκτώβριο του 1954, μαθήτρια ακόμα, άρχισε να εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή στο Θέατρο Κοτοπούλη, σε ρόλους πρωταγωνιστικούς δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη στα έργα Ωραία Ελένη και Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα, τα οποία και την καθιέρωσαν.

Μέχρι το 1959 ήταν βασικό στέλεχος του Εθνικού θεάτρου, ερμηνεύοντας Σαίξπηρ, Τολστόι, Μίλλερ, Αντρέγιεφ, Τερζάκη, Ρώμα και Αριστοφάνη. Το 1962 ήταν πρωταγωνίστρια στο Θέατρο Μουσούρη. Από το 1963 ηγούταν πλέον προσωπικού θιάσου, όπου, μεταξύ άλλων, ανέβασε τα έργα Κρατικές υποθέσειςΜαίρη - ΜαίρηΚάθε Τετάρτη, κ.ά. Από το 1968 ανέβασε με τον Κώστα Καζάκο τα έργα: Θεοδώρα η ΜεγάληΑσπασίαΤο μεγάλο μας τσίρκοΟ Εχθρός λαός. κ.ά.

Άλλα θεατρικά έργα στα οποία έχει παίξει είναι: Ανεργία μηδένΔοκιμασίαΆμλετΖωντανό πτώμαΑνθήΒασιλιάς ΛηρΖαμπελάκιΝύχτα στη ΜεσόγειοΈνα κουτό κορίτσιΗ κυρία δε με μέλλει,Μία ιστορία από το ΙρκούτσκΠάπισσα ΙωάνναΗ κυρία ΠροέδρουΠολίτες β΄ κατηγορίαςΗ Παναγία των ΠαρισίωνΟι θεατρίνοιΠοιος φοβάται τη Βιρτζίνια ΓουλφΈντα ΓκάμπλερΠρόσωπο με πρόσωποΒυσσινόκηπος (με μεγάλη επιτυχία), Διαμάντια και μπλουζ.

Στο αρχαίο θέατρο έπαιξε επίσης στα έργα: ΑντιγόνηΕκκλησιάζουσεςΛυσιστράτη ΘεσμοφοριάζουσεςΚλυταιμνήστραΜήδειαΗλέκτρα και Οιδίπους Τύραννος.

Η Τζένη Καρέζη ήταν στρατευμένη στην Αριστερά συμμετέχοντας σε πολλές πορείες ειρήνης. Στα χρόνια της Χούντας συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα και το 1974 έγινε μέλος του ΚΚΕ. 


Αλίκη Βουγιουκλάκη

Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1934 στο Μαρούσι. Τρεις μέρες αργότερα αρρώστησε με πνευμονία και αμέσως οι γονείς της φώναξαν ιερέα να τη βαφτίσει. Το όνομα που της έδωσαν: Αλίκη - Σταματίνα. Τα παιδικά της χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα και φτωχικά. Στην κατοχή ο πατέρας της δολοφονήθηκε και η μητέρας της ανέλαβε μόνη της να μεγαλώσει τα τρία παιδιά, την Αλίκη, τον Αντώνη και τον Τακη. Το πλούσιο υποκριτικό της ταλέντο διαφάνηκε από τα παιδικά της χρόνια, πρωταγωνιστώντας στις περισσότερες σχολικές θεατρικές παραστάσεις. Το 1952 έδωσε εξετάσεις στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, κρυφά από την οικογένειά της.Το 1953, όντας στο δεύτερο έτος της σχολής, της ανατέθηκε ο μικρός ρόλος της Λουιζόν στον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου. Το καλοκαίρι του 1954, πριν ακόμα τελειώσει τη δραματική σχολή κι ενώ επέστρεφε από τις διακοπές της, την κάλεσε ο σπουδαίος ηθοποιός και σκηνοθέτης Νίκος Χατζίσκος για να αντικαταστήσει την Άννα Συνοδινού, που αποχώρησε από το θίασο, στο ρόλο της Ιουλιέτας. Ακολουθεί η πρώτη εμφάνισή της στον κινηματογράφο το 1954 με την ταινία «Το Ποντικάκι»Το 1961 η Αλίκη Βουγιουκλάκη συγκροτεί τον δικό της θίασο. Στο μεταξύ, γνωρίζεται με το Φιλοποίμενα Φίνο, συνεργάζεται με την εταιρεία του, τη «Φίνος Φιλμ», και μαζί κάνουν πολλές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου. Οι ρόλοι της, κατά κανόνα της χαριτωμένης σκανδαλιάρας κοπέλας, είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό και εξασφάλισαν στην ηθοποιό σπάνια δημοτικότητα. Η συνάντησή της το 1959 στα κινηματογραφικά πλατό της ταινίας «Αστέρω» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ αποτέλεσε απαρχή της ιστορίας του διασημότερου ζευγαριού στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και του θεάτρου. Στις 18 Ιανουαρίου 1965 ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου και απέκτησαν ένα παιδί, τον Γιάννη. Ωστόσο, ο θυελλώδης γάμος τους δεν κράτησε πολύ… Διαλύθηκε, έπειτα από δικαστικές μάχες, στις 4 Ιουλίου του 1979. Μετά την παρακμή του ελληνικού κινηματογράφου, η Αλίκη Βουγιουκλάκη επικέντρωσε τη δραστηριότητά της στο θέατρο, ενώ ασχολήθηκε και με την τηλεόραση. Η θεατρική της παρουσία έκλεισε το 1996 με το έργο «Η Μελωδία της Ευτυχίας» των Ρότζερς και Χάμερσταϊν, στο ρόλο της Μαρίας. Λίγο αργότερα, οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο καλπάζουσας μορφής. Ο θάνατός της, μόλις τρεις μέρες μετά τα γενέθλιά της, στις 23 Ιουλίου 1996, βύθισε στο πένθος ολόκληρο τον ελληνισμό.

Ρένα Βλαχοπούλου

Γεννήθηκε το 1923 στη κερκυρα.Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων.

Οι γονείς της αγαπήθηκαν και, παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννια παιδια.

Σε ηλικία 16 χρονών, τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του επόμενου έτους. 

Τότε, στο βαριετέ "Όασις", στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως.Σημείωσε επιτυχία τραγουδώντας τη "Μικρή Χωριατοπούλα"που διασκεύασε στα ελληνικά ο Πωλ Μενεστρέλ.

Το 1940, λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Τότε σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της. Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1942 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.

Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο "Πάνθεον"Με τον Σπάρτακο συνεργάστηκαν για αρκετά χρόνια. Το 1946 χώρισε με τον Κωστόπουλο.

Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση "Σουσουράδα.

Η κινηματογραφική της καριέρα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1956 με 
την ταινία Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες.Η ταινία θα έχει μεγάλη επιτυχία, ξεπερνώντας τα 100.000 εισιτήρια.

Σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Μετροπόλιταν, κάνοντας την τηλεφωνήτρια που απαντά σε κάθε κλήση δίνοντας πληροφορίες. Επέστρεψε στον κινηματογράφο το 1962, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Όταν λείπει η γάτα.

Το 1963 πρωταγωνίστησε στις ταινίες Ένα κορίτσι για δύο και Κάτι να καίει.
Το 1965 πρωταγωνίστησε στις ταινίες Φωνάζει ο κλέφτης και Ραντεβού στον αέρα.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1967 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη. Ο γάμος τους έγινε στη Μητρόπολη Αθηνών και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κοσμικά γεγονότα της χρονιάς.

Με τον Λαφαζάνη έζησαν αγαπημένοι ως τον θάνατό της. Από κανένα γάμο της δεν απέκτησε παιδιά.Μέσα στα 55 χρόνια δράσης της συμμετείχε σε περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1939 έως το 1994 και 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985.

Πέθανε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004,στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών.

Τόνυ Άντονυ

Ο Τόνυ Άντονυ, ή Αντώνης Κόνιαρης όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου του 1948. 
Πρωταγωνίστησε στο θέατρο, στην τηλεόραση και σε πολλές ταινίες. 
Από τις πιο γνωστές τηλεοπτικές δουλειές του ήταν η τηλεοπτική σειρά «Τα Επτά Κακά της Μοίρας μου», όπου έπαιζε τον αδερφό του Γιώργου Κωνσταντίνου. Εμφανίστηκε επίσης στη σειρά «Είσαι το Ταίρι μου» και στο «Κόκκινο Δωμάτιο». 

Είχε συνεργαστεί και με τον Χάρρυ Κλυνν.

Πέθανε σε ηλικία 66 ετών της  13/12/14.Μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.