Η Γιώτα Νέγκα γεννήθηκε στην Αθήνα στις 31 Αυγούστου και μεγάλωσε στο Αιγάλεω και στον Κορυδαλλό, με καταγωγή των γονέων της από την Πάτρα και την Τρίπολη.
Ο πατέρας της έπαιζε ερασιτεχνικά μπουζούκι και η μητέρα της τραγουδούσε, δημοτικά κυρίως. Από τα οκτώ της χρόνια η κλίση της στη μουσική και στο τραγούδι ήταν εμφανής στον οικογενειακό και φιλικό της περίγυρο. «Δεν σκέφτηκα ποτέ στη ζωή μου να γίνω τίποτα άλλο από τραγουδίστρια.
Κανείς δεν έδειξε να εκπλήσσεται. Έμοιαζε να είναι η φυσική μου κατάληξη. Θυμάμαι μικρή γρατζουνούσα ένα μπουζούκι που είχαμε σπίτι και ονειρευόμουν ότι με ακούω στο ραδιόφωνο».
Άκουσε μετά μανίας Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Νταλάρα, Αλεξίου, αλλά και Dire Straits, ανήκει δηλαδή –παράλληλα με τα άλλα– και στη ροκ γενιά αυτής της εποχής. Στα χρόνια του Λυκείου άρχισε να τραγουδάει σε χώρους που ήταν κάτι ανάμεσα στις παλιές μπουάτ και στις σημερινές μουσικές σκηνές. Το τραγούδι λοιπόν το υπηρετεί από τότε που ήταν μαθήτρια στο Λύκειο. «Δεν έχω κάνει άλλη δουλειά στη ζωή μου, αλλά άργησα να πω ότι το επάγγελμα που θα ακολουθήσω θα είναι τραγουδίστρια, έτσι απλά ήρθε από μόνο του, αβίαστα».
Ώσπου το 1992 δημιουργεί με μερικούς φίλους το «Έμμετρο» στο Μοσχάτο, μία μικρή μουσική σκηνή στην οποία δραστηριοποιείται η ίδια καλλιτεχνικά ως το 1996, τραγουδώντας από ροκ μπαλάντες μέχρι παραδοσιακά και από Χατζιδάκι μέχρι ρεμπέτικα, ένα σχολείο πειραματισμού. Τραγούδησε κάποιες σεζόν και στη Χίο, ένα αγαπημένο μέρος, όπου έκανε πολλούς φίλους και που τη θεωρεί ένα υποψήφιο μέρος για απόσυρση στο βάθος του χρόνου.
Τα μικρά μαγαζάκια στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά έδωσαν τη θέση τους στα ρεμπετάδικα. Έτσι λοιπόν από το 1996 μέχρι το 2001 κάνει τον κύκλο της στα ρεμπετάδικα: Παλιά Μαρκίζα, Αστροφεγγιά, Δέκα Εντολές. Δίπλα σε δύο μεγάλους δάσκαλους που της έμαθαν πολλά. Αναφέρει τους Αντώνη Ρεπάνη και Σπύρο Λιόση. Επίσης συνεργάζεται και με άλλους σημαντικούς –για το χώρο– ανθρώπους όπως τον Νίκο Δημητράτο, την Μαρία Σουλτάτου, τον Νίκο Σαραγούδα κ.ά.
Η μια δουλειά μετά την άλλη, την έκαναν να νιώσει επαγγελματίας και αισθάνθηκε την ανάγκη να παρακολουθήσει μαθήματα τραγουδιού. Μαθήματα που συνεχίζει, στο Εθνικό Ωδείο με δασκάλα την κυρία Διαμαντοπούλου. «Δάσκαλος» και «δασκάλα», λέξεις που χρησιμοποιεί συχνά, αλλά πολύ προσεκτικά, η Γιώτα Νέγκα. Την Έλλη Πασπαλά χαρακτηρίζει φίλη και μιλά ζεστά και με αγάπη για την πρώτη τους συνεργασία στις Γραμμές. «Εμαθα τόσα πράγματα, ένιωσα άλλα τόσα και νομίζω ότι τα λόγια δεν φτάνουν για να εκφράσω την εκτίμησή μου για την Έλλη».
Σιγά σιγά λοιπόν εδραιώθηκε μέσα της η πεποίθηση να ανοιχτεί και προς την κατεύθυνση της δισκογραφίας. Ωστόσο ως ιδιαίτερα προσγειωμένο άτομο, δεν θεωρεί κατάκτηση τη δισκογραφία. «Και χωρίς δίσκο τραγουδίστρια θα ήμουν. Άλλωστε, ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα προσεγγίσει καμία εταιρεία» λέει με πείσμα. Αντιλαμβάνεται, όμως, ότι η πρώτη της δισκογραφική απόπειρα κυκλοφόρησε σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για το ελληνικό τραγούδι. «Είναι, όντως. Όμως εγώ θα δώσω ανεξάρτητα τη μάχη μου. Θα ήθελα πολύ να νιώσω πως υπάρχει λίγο περισσότερος χώρος για όσους παρουσιάζουν κάτι υπεύθυνα κι από καρδιάς».
Η αναζήτηση για νέες φωνές από τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο και την Ευανθία Ρεμπούτσικα έφερε τη Γιώτα κοντά τους, αλλά και στη δισκογραφία. Συμμετέχει στις παραστάσεις τους στην Αθήνα και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα μαζί και με την Έλλη Πασπαλά. Την επέλεξαν ανάμεσα σε αρκετούς για να προσπαθήσουν όλοι μαζί δισκογραφικά. Έτσι, με αφορμή μια ακρόαση στο Αερικό, γνωρίστηκε το 2001 με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο και μέσα από πολλές δοκιμές, πρόβες, κτλ., βρέθηκε να ηχογραφεί τραγούδια του. Αισθάνεται ευγνωμοσύνη για τον Καλαντζόπουλο που της χάρισε τα τραγούδια του, με την έννοια ότι της έδωσε πρόσβαση στην σκέψη του, ενώ παράλληλα της έμαθε την αιτία που γράφονται τα τραγούδια. Επίσης, της πρόσφερε κάποια χαλαρότητα και την έκανε να νιώσει πως την εμπιστεύεται, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για μια πρωτοεμφανιζόμενη στη δισκογραφία τραγουδίστρια.
Το 2003 κυκλοφορεί από τη νεοσύστατη δισκογραφική εταιρεία «Cantini» του Καλαντζόπουλου και της Ρεμπούτσικα το cd single με τίτλο «ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ» που περιέχει το ομότιτλο τραγούδι σε στίχους και μουσική Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, ένα δισκογραφικό ντεμπούτο που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση.
Η ίδια η ερμηνεύτρια περιγράφει την ευτυχή αυτή συγκυρία ως εξής: «– Το 2001, την Τσικνοπέμπτη, στην ακρόαση στο "Αερικό", ήταν η κατάλληλη στιγμή; Πείτε μου λίγο την ιστορία, πως το αποφασίσατε να πάτε, διότι το αποτέλεσμα είναι γνωστό... (σ.σ. τη διάλεξαν οι Ρεμπούτσικα, Καλαντζόπουλος και άρχισε η δισκογραφική της πορεία) – Σαφώς κάποιος που αποφασίζει να ασχοληθεί με το τραγούδι, ψάχνει την ευκαιρία να κάνει όλα αυτά που ονειρεύεται, πραγματικότητα.
Καθώς έχει μπει το τραγούδι στη ζωή μου και έχοντας δουλέψει αρκετά χρόνια στο "Έμμετρο", έχει αρχίσει να φουντώνει η ανάγκη μέσα μου να γνωρίσω καινούρια πράγματα. Στο "Έμμετρο" είχα την πολυτέλεια να πω από ροκ μπαλάντες μέχρι δημοτικά, όμως σε άλλα μαγαζιά δε μπορούσε να συμβεί το ίδιο. Στα ρεμπετάδικα λοιπόν έμαθα πάρα πολλά, όμως μετά από 2-3 χρόνια που άρχισα να γνωρίζω το αντικείμενο, άρχισα να καταλαβαίνω που στέκομαι και ότι ένα κομμάτι μου μόνο πατάει στο ρεμπέτικο, εγώ είμαι λαϊκή τραγουδίστρια. Έτσι ένιωσα την ανάγκη να κάνω κάτι άλλο. Στην αρχή δεν έβλεπα πολύ φως, όμως ήμουν ευχαριστημένη με την πορεία μου και δεν παραπονιόμουν.
Κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο, δυο μέρες πριν την Τσικνοπέμπτη του 2001, και με ενημερώνουν από το Εθνικό Ωδείο, όπου φοιτώ, ότι γίνεται μια ακρόαση και έχουν έρθει σε επαφή με τη δασκάλα μου την κυρία Διαμαντοπούλου για να προτείνει άτομα που θα ενδιαφέρονταν να λάβουν μέρος. Τους ευχαριστώ, αλλά μέσα μου δεν ήμουν σίγουρη, εάν θα πήγαινα. Το ήθελα μεν, αλλά ήμουν αναποφάσιστη. Και σε εκείνο το σημείο, χτυπάει ξανά το τηλέφωνο και είναι ο οργανωτής, ο οποίος ήθελε να ρωτήσει κάποια πράγματα σχετικά με τα πρακτικά της συμμετοχής μου.
Εκεί κατάλαβα ότι ήταν σοβαρό και αποφάσισα να πάω. Πήγα τελευταία, ήμουν κουρασμένη, διότι δούλευα εκείνες τις μέρες, αλλά το γεγονός ότι το πρώτο άτομο που συνάντησα ήταν ο Γιάννης ο Φιλιππουπολίτης, συνεργάτης των παιδιών (σ.σ. Ρεμπούτσικα και Καλαντζόπουλος) αλλά και δικός μου με χαλάρωσε. Λέω το "Αυτή νύχτα μένει" του Σταμάτη Κραουνάκη, κάνω να κατέβω και μια φωνή μου λέει "Θα μας πείτε άλλο ένα;". Είπα άλλα δύο και μετά από καμιά 20αριά μέρες πήρε τηλέφωνο ο Παναγιώτης και μου πρότεινε να δοκιμάσουμε το "Με τα μάτια κλειστά"».
Αμέσως μετά εμφανίζεται δίπλα στον Γεράσιμο Ανδρεάτο σε παραστάσεις στη μουσική σκηνή «Zoom» στην Πλάκα, ενώ την άνοιξη του 2004 ξεκινάει την πολύ επιτυχημένη συνεργασία της με την ορχήστρα Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας Μαγνησίας.
Το 2004 κυκλοφορεί από την εταιρεία «Cantini» τον πρώτο προσωπικό της δίσκο με τραγούδια του Βαγγέλη Κορακάκη και τίτλο «ΤΟ ΒΕΛΟΣ». Από τους «Άρχοντες» του ΄88 μέχρι και σήμερα, με «Το βέλος» ο Βαγγέλης Κορακάκης κρατά εκείνα τα χαρακτηριστικά ως τραγουδοποιός που χαρακτήριζαν τους παλαιούς τραγουδοποιούς των λαϊκών τραγουδιών, λιτή και καθαρή ενορχήστρωση, στιχουργική ζωντανή και άμεση. Στην προκειμένη περίπτωση συνδυασμένη με μία εξαιρετική λαϊκή φωνή, αυτή της Γιώτας Νέγκα, η οποία κατά πως φαίνεται έχει μεγάλο δρόμο να διανύσει στο λαϊκό μας τραγούδι.
Όλη αυτή η χημεία και σύνθεση δημιουργούν έναν από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους λαϊκούς δίσκους. Τα δέκα αυτά καθαρόαιμα λαϊκά τραγούδια θα ικανοποιήσουν τους φίλους του είδους, ενώ με τα τραγούδια αυτά πιστοποιείται άλλη μία φορά η αξία του Κορακάκη στον εν λόγω χώρο, ενώ η Γιώτα Νέγκα επιβεβαιώνει όλες μας τις ελπίδες για μια από τις σπουδαιότερες σύγχρονες λαϊκές φωνές.
Ο χειμώνας του 2004 τη βρίσκει μαζί με την Εστουδιαντίνα στη σκηνή της «Ακτής Πειραιώς» και στο Fix Community της Θεσσαλονίκης στο πρόγραμμα «Της Ελενίτσας...» με την Ελένη Τσαλιγοπούλου, αλλά και τους Δημήτρη Ζερβουδάκη και Παναγιώτη Λάλεζα. Όσον αφορά στο δισκογραφικό χώρο, συμμετέχει κάνοντας δεύτερη φωνή στον δίσκο του Βαγγέλη Κορακάκη με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο «Απ' την αγάπη γυρίζω μόνος», καθώς και στον δίσκο του Οδυσσέα Τσάκαλου «Φυλακή με ορθάνοιχτη πόρτα» ερμηνεύοντας το τραγούδι «Τι να του συμβαίνει».
Εχει βαθιά, λαϊκή φωνή και το καμαρώνει: «Είναι τόσο παρεξηγημένος ο όρος "λαϊκό τραγούδι" πια. Εγώ είμαι λαϊκή τραγουδίστρια, αλλά με την παλιά έννοια» λέει γελώντας. «Προτεραιότητά μου είναι να λέω καλά τραγούδια. Αν αυτά έχουν λαϊκές αποχρώσεις, ακόμα καλύτερα». Όλοι λοιπόν της λένε πως είναι λαϊκή τραγουδίστρια. Αλλά και η ίδια πιστεύει πως –ό,τι και να πει θα έχει λαϊκές αποχρώσεις με την έννοια πως, όταν προσεγγίζει ένα τραγούδι, το κάνει με λαϊκό τρόπο, που –πέρα από την τεχνοτροπία– έχει να κάνει με πολλές παραμέτρους, ακόμη και με την άρθρωση. Είναι, πιστεύει, μια σύνθετη διαδικασία που όμως δεν εξαντλείται αποκλειστικά στο είδος τραγουδιού που συνηθίσαμε να λέμε λαϊκό.
Το 2005 την βρίσκει να συμμετέχει στον δίσκο του Μανώλη Γαλιάτσου «Του Μάγου τα παιχνίδια» ερμηνεύοντας «Το αόρατο αστέρι», στον δίσκο της Ελένης Τσαλιγοπούλου «Αγαπημένο μου ημερολόγιο» κάνοντας φωνητικά, καθώς και σε μία συλλογή του περιοδικού «Δίφωνο» (τχ.116) με παραδοσιακά τραγούδια.
Η συνεργασία της Γιώτας Νέγκα με το ζεύγος Ρεμπούτσικα-Καλαντζόπουλος συνεχίζεται πέρα από τη δισκογραφία και επί σκηνής. Ήδη από το 2002 έχουν αρχίσει οι κοινές εμφανίσεις της τετράδας Καλαντζόπουλος - Ρεμπούτσικα - Πασπαλά - Νέγκα και με το πέρασμα του χρόνου, η παρέα αυτή δένεται ολοένα και περισσότερο, φέρνοντας το θαυμαστό αποτέλεσμα ενός «τσίρκου κάλπικου»…
Έτσι, λοιπόν, την περίοδο 2005-2006, οργανώνεται η παράσταση «Τσίρκο κάλπικο» η οποία αποτελείται από έναν πολύχρωμο θίασο καλλιτεχνών και περιοδεύει ανά την Ελλάδα. Δύο δημιουργοί (Ρεμπούτσικα, Καλαντζόπουλος), ένας τροβαδούρος (Λουδοβίκος των Ανωγείων), δύο τραγουδίστριες (Γιώτα Νέγκα, Έλλη Πασπαλά), ένας μεσόγειος ακορντεονίστας που τραγουδά (Κωστής Μαραβέγιας), εφτά πολυεθνικού ύφους μουσικοί και η Χάλκινη Ορχήστρα του Δρόμου, παιζοτραγουδούν, αφηγούνται, ζωγραφίζουν, στολίζονται, παρελαύνουν…
Νιώθει ευγνωμοσύνη γι' αυτούς τους ξεχωριστούς ανθρώπους που βρέθηκαν στο δρόμο της, καθώς της δίνουν: «Μια καινούρια ματιά στην αισθητική των πραγμάτων, δρουν και οι τέσσερις καταλυτικά στην πρωταρχική μου αισθητική. Είναι τέσσερις άνθρωποι που έχουν ζήσει διαφορετικές ζωές απ' ό,τι έχω ζήσει εγώ, ο Λουδοβίκος στα Ανώγεια που είναι πάρα πολύ σημαντικό, η Ευανθία και ο Παναγιώτης έχουν ζήσει στην Ευρώπη, έχουν ακούσει μουσικές, έχουν μια αισθητική επίσης χρωματισμένη με πάρα πολύ ενδιαφέρον, η Έλλη στην Αμερική…
Όλα αυτά για μένα προσθέτουν απίστευτα χρώματα στην παλέτα της αισθητικής μου. Επίσης η εμπειρία τους στο χώρο όσον αφορά τη δισκογραφία είναι εξαιρετικά πολύτιμη για μένα».